πολύδικος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[φιλόδικος]] («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ | |mltxt=-ον, Α<br />[[φιλόδικος]] («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῦ μὴ πολυδίκους [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>δικος</i>, <i>φιλό</i>-<i>δικος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
English (LSJ)
ον,
A litigious, Str.15.1.53, Vett.Val.15.17.
German (Pape)
[Seite 662] von oder mit vielen Rechtshändeln, streitsüchtig, Strab. XV.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδῐκος: -ον, ὁ φιλῶν τὰς δίκας, Στράβ. 709.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est toujours en procès, processif.
Étymologie: πολύς, δίκη.
Greek Monolingual
-ον, Α
φιλόδικος («ἐν τοῖς νόμοις δὲ καὶ συμβολαίοις τὴν ἁπλότητα ἐλέγχεσθαι ἐκ τοῦ μὴ πολυδίκους εἶναι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. μισό-δικος, φιλό-δικος].
Greek Monotonic
πολύδῐκος: -ον, αυτός που έχει πολλές δίκες, φιλόδικος, σε Στράβ.