επιούσιος: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιούσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[επαρκής]] για την [[κάθε]] [[μέρα]] ([[άρτος]]), ο [[αναγκαίος]], ο [[καθημερινός]] («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν [[σήμερον]]», ΚΔ)<br />[[κατά]] τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν»<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[άρτος]]) ο [[επιούσιος]]<br />το καθημερινό [[ψωμί]], το αναγκαίο για την [[κάθε]] [[μέρα]], το [[καρβέλι]], η καθημερινή [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[επιούσιος]] συνοδεύει το ουσ. [[άρτος]] στην ΚΔ και στη Βουλγάτα (Vulgata), όπου η λ. μεταφράζεται ως <i>quotidianus</i> «[[καθημερινός]]». Η υποτεθείσα [[προέλευση]] της λ. από τη [[φράση]] | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιούσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[επαρκής]] για την [[κάθε]] [[μέρα]] ([[άρτος]]), ο [[αναγκαίος]], ο [[καθημερινός]] («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν [[σήμερον]]», ΚΔ)<br />[[κατά]] τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν»<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[άρτος]]) ο [[επιούσιος]]<br />το καθημερινό [[ψωμί]], το αναγκαίο για την [[κάθε]] [[μέρα]], το [[καρβέλι]], η καθημερινή [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[επιούσιος]] συνοδεύει το ουσ. [[άρτος]] στην ΚΔ και στη Βουλγάτα (Vulgata), όπου η λ. μεταφράζεται ως <i>quotidianus</i> «[[καθημερινός]]». Η υποτεθείσα [[προέλευση]] της λ. από τη [[φράση]] η [[επιούσα]] [[ημέρα]] «η επόμενη [[μέρα]]» [[είναι]] [[μάλλον]] απίθανη, ενώ φαίνεται πιο πιθανή η [[ερμηνεία]] του σχηματισμού της λ. ως «συνθέτου εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>επί την ούσαν</i> (<i>ημέραν</i>) «για τη σημερινή [[μέρα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιούσιος, -ον)
1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῑν σήμερον», ΚΔ)
κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν»
2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. άρτος) ο επιούσιος
το καθημερινό ψωμί, το αναγκαίο για την κάθε μέρα, το καρβέλι, η καθημερινή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. επιούσιος συνοδεύει το ουσ. άρτος στην ΚΔ και στη Βουλγάτα (Vulgata), όπου η λ. μεταφράζεται ως quotidianus «καθημερινός». Η υποτεθείσα προέλευση της λ. από τη φράση η επιούσα ημέρα «η επόμενη μέρα» είναι μάλλον απίθανη, ενώ φαίνεται πιο πιθανή η ερμηνεία του σχηματισμού της λ. ως «συνθέτου εκ συναρπαγής» από τη φράση επί την ούσαν (ημέραν) «για τη σημερινή μέρα»].