ροδόφυτος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάφυτος]], με τριανταφυλλιές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ροδόφυτα]]<br /><b>βοτ.</b> [[διαίρεση]] φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον [[κλάση]], τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα [[φύκη]] [[χωρίς]] μαστίγια, με 3.000 [[περίπου]] θαλάσσια είδη και 150 [[περίπου]] είδη τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κατάφυτος]], με τριανταφυλλιές<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ροδόφυτα]]<br /><b>βοτ.</b> [[διαίρεση]] φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον [[κλάση]], τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα [[φύκη]] [[χωρίς]] μαστίγια, με 3.000 [[περίπου]] θαλάσσια είδη και 150 [[περίπου]] είδη τών γλυκών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[δενδρόφυτος]], [[πευκόφυτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:45, 9 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. (για τόπο) κατάφυτος, με τριανταφυλλιές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροδόφυτα
βοτ. διαίρεση φυκών που περιλαμβάνει μία μόνον κλάση, τα ροδοφύκη, και στην οποία ανήκουν θαλλόμορφα φύκη χωρίς μαστίγια, με 3.000 περίπου θαλάσσια είδη και 150 περίπου είδη τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + -φυτος (< φύω, φύομαι), πρβλ. δενδρόφυτος, πευκόφυτος].