καταπόδι: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καταπόδα]] και [[καταπόδας]] (AM [[κατά]] [[πόδα]][ς], Μ και [[καταπόδι]][ν], καταπόδου και καταποδοῡ)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς από [[πίσω]], [[κατόπιν]], στα ίχνη κάποιου («[[παίρνω]] [[καταπόδι]]» ή «[[πηγαίνω]] [[καταπόδι]] κάποιον» — [[παρακολουθώ]], [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], [[παίρνω]] από [[πίσω]] κάποιον»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το [[καταπόδι]]<br />η [[συνέχεια]], το [[αμέσως]] επόμενο, το [[αποτέλεσμα]], το επακόλουθο («της τεμπελιάς το [[καταπόδι]] [[πείνα]] και [[ζητιάνεμα]]» — το επακόλουθο της τεμπελιάς [[είναι]] η [[πείνα]] και το [[ζητιάνεμα]], παροιμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ξανά]] [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]], [[έπειτα]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> όμοια με κάποιον<br /><b>5.</b> σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὰ εἴδωλα» — [[ακολουθώ]] πιστά, [[λατρεύω]]<br />β) «[[γεμίζω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[γεμίζω]] καταπόδου | |mltxt=και [[καταπόδα]] και [[καταπόδας]] (AM [[κατά]] [[πόδα]][ς], Μ και [[καταπόδι]][ν], καταπόδου και καταποδοῡ)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ακριβώς από [[πίσω]], [[κατόπιν]], στα ίχνη κάποιου («[[παίρνω]] [[καταπόδι]]» ή «[[πηγαίνω]] [[καταπόδι]] κάποιον» — [[παρακολουθώ]], [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], [[παίρνω]] από [[πίσω]] κάποιον»)<br /><b>2.</b> (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το [[καταπόδι]]<br />η [[συνέχεια]], το [[αμέσως]] επόμενο, το [[αποτέλεσμα]], το επακόλουθο («της τεμπελιάς το [[καταπόδι]] [[πείνα]] και [[ζητιάνεμα]]» — το επακόλουθο της τεμπελιάς [[είναι]] η [[πείνα]] και το [[ζητιάνεμα]], παροιμ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ξανά]] [[πίσω]]<br /><b>3.</b> <b>χρον.</b> [[μετά]], [[έπειτα]] από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>4.</b> όμοια με κάποιον<br /><b>5.</b> σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει [[κάποιος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[πηγαίνω]] καταπόδου τὰ εἴδωλα» — [[ακολουθώ]] πιστά, [[λατρεύω]]<br />β) «[[γεμίζω]] καταπόδου τὸν Κύριο» ή «[[γεμίζω]] καταπόδου τοῦ Κυρίου» — [[ακολουθώ]], [[πρόσκειμαι]], [[μένω]] [[πιστός]] στον Κύριο<br />γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, [[εγκαταλείπω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατὰ [[πόδας]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ)
επίρρ.
1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» — παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω κάποιον»)
2. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) το καταπόδι
η συνέχεια, το αμέσως επόμενο, το αποτέλεσμα, το επακόλουθο («της τεμπελιάς το καταπόδι πείνα και ζητιάνεμα» — το επακόλουθο της τεμπελιάς είναι η πείνα και το ζητιάνεμα, παροιμ.)
μσν.
1. μαζί με κάποιον
2. ξανά πίσω
3. χρον. μετά, έπειτα από κάποιον ή κάτι
4. όμοια με κάποιον
5. σύμφωνα με κάποιον, όπως επιθυμεί και επιβάλλει κάποιος
6. φρ. α) «πηγαίνω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «πηγαίνω καταπόδου τὰ εἴδωλα» — ακολουθώ πιστά, λατρεύω
β) «γεμίζω καταπόδου τὸν Κύριο» ή «γεμίζω καταπόδου τοῦ Κυρίου» — ακολουθώ, πρόσκειμαι, μένω πιστός στον Κύριο
γ) «στρέφομαι ἀπό καταπόδου κάποιον» — απομακρύνομαι από κάποιον, εγκαταλείπω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πόδας].