χαμαιτύπος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[χαμαιτύπη]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαμαιτύπος]]<br />[[κοράκι]] που συλλαμβάνει τη [[λεία]] του στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α [[χαμαιτύπη]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαμαιτύπος]]<br />[[κοράκι]] που συλλαμβάνει τη [[λεία]] του στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[χαμαιτύπος]]<br />η [[πόρνη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 14 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ον,
A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA620a31. II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Gloss.; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f. l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιτύπος: [ῡ], -ον, ὁ χαμαὶ τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ θήραμα ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, ὄνομα ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ χαμαιτύπη, ὃ ἴδε· ἡ χαμαιτύπος = χαμαιτύπη, Φίλων 1, 345.
Greek Monolingual
-ον, Α χαμαιτύπη
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύπος
κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύπος
η πόρνη.