ευώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐώνυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (κατ' ευφ.) [[αριστερός]], [[ζερβός]] («το ευώνυμον [[κέρας]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξ ευωνύμων» — από αριστερά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ευώνυμος]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κηλαστρώδη, [[οικογένεια]] κηλαστρίδες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ ἐξ εὐωνύμων» <br />α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη [[μοίρα]]<br />β) <b>εκκλ.</b> αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει [[ευθύνη]], που [[πρέπει]] να τιμωρηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό όνομα, [[έντιμος]], [[περίφημος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκφραστεί καλά<br /><b>3.</b> [[ευτυχής]]<br /><b>4.</b> αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο [[ευοίωνος]]<br /><b>5.</b> (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο [[κακός]] [[οιωνός]] (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[εὐώνυμος]]<br />το [[είδος]] Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ασπρόξυλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐώνυμα</i> (Μ)<br />από αριστερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνομα</i>), ευφημιστικό σύνθετο. Το -<i>ω</i>- οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)
1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)
2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστερά
νεοελλ.
βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμος
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδες
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»
α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
β) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος
2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά
3. ευτυχής
4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος
5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)
6. το θηλ. ως ουσ.εὐώνυμος
το είδος Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.
επίρρ...
εὐώνυμα (Μ)
από αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος)].