ψίθυρος: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psithyros | |Transliteration C=psithyros | ||
|Beta Code=yi/quros | |Beta Code=yi/quros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">whispering, slanderous</b>, λόγοι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>148</span> (anap.): as epith. of Aphrodite, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>330: as Subst., <b class="b3">ψίθυρος, ὁ,</b> = [[ψιθυριστής]], <b class="b2">whisperer, slanderer</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.75</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>167</span> (anap.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>5.14</span>, Plu.2.727d. Adv. -ρως <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>46</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">whispering, slanderous</b>, λόγοι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>148</span> (anap.): as epith. of Aphrodite, Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>330: as Subst., <b class="b3">ψίθυρος, ὁ,</b> = [[ψιθυριστής]], <b class="b2">whisperer, slanderer</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.75</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>167</span> (anap.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>5.14</span>, Plu.2.727d. Adv. -ρως <span class="bibl">App.<span class="title">Hann.</span>46</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[twittering]], of birds, <span class="title">AP</span>12.136; so of music, ψίθυρον εὐήθη νόμον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>671</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A whispering, slanderous, λόγοι S.Aj.148 (anap.): as epith. of Aphrodite, Paus.Gr.Fr.330: as Subst., ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, whisperer, slanderer, Pi.P.2.75, Ar.Fr.167 (anap.), LXX Si.5.14, Plu.2.727d. Adv. -ρως App.Hann.46. 2 twittering, of birds, AP12.136; so of music, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ar.Fr.671.
Greek (Liddell-Scott)
ψίθῠρος: [ῑ], -ον, ψιθυριστικός, συκοφαντικός, λόγοι Σοφ. Αἴ. 148. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, ὁ ψιθυρίζων κατά τινος, λοίδορος Πινδ. Π. 2. 136, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ― Ἐπίρρ. -ρως Ἀπ. Καρχηδ. 46. 2) ἐπὶ πτηνῶν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 136· μάλιστα ἐπὶ τῶν χελιδόνων, Πολυδ. Ε΄, 90· οὕτως ἐπὶ μουσικῆς, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. Σχολ. 11. (Πρβλ. ψεύδω).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui chuchote ; en mauv. part qui médit à voix basse, médisant.
Étymologie: DELG étym. fragile.
Greek Monolingual
ο / ψίθυρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα
2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων»)
3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που ψιθυρίζει
2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα
3. συκοφαντικός («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾱσιν Ὀδυσσεύς», Σοφ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ψίθυρος
ψιθυριστής.
επίρρ...
ψιθύρως Α
συκοφαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. psithyrus].
Greek Monotonic
ψίθῠρος: [ῐ], -ον,
I. ως επίθ., ψιθυριστικός, συκοφαντικός, σε Σοφ.
II. 1. ως ουσ., ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης, σε Πίνδ.
2. σούσουρο, λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.
Middle Liddell
ψί˘θῠρος, ον,
I. whispering: slanderous, Soph.
II. as Subst., ψίθυρος, = ψιθυριστής, a whisperer, slanderer, Pind.
2. twittering, of birds, Anth. [Perh. formed from the sound.]