επίτροπος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (AM [[ἐπίτροπος]], -ον) [[επιτρέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που του έχει ανατεθεί η [[εκτέλεση]] μιας εντολής<br /><b>2.</b> [[εκπρόσωπος]], [[εντεταλμένος]], [[επιστάτης]], [[φροντιστής]], [[διοικητής]], [[επόπτης]]<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[επιμελητής]] («[[ἐπίτροπος]] ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε [[στρατοδικείο]] ή [[ναυτοδικείο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]], [[τοπάρχης]], αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελεστής]] διαθήκης<br /><b>3.</b> [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] («θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῑσι μήδεται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]], [[οικονόμος]] («ἐκήρυξε δέ | |mltxt=ο, η (AM [[ἐπίτροπος]], -ον) [[επιτρέπω]]<br /><b>1.</b> αυτός που του έχει ανατεθεί η [[εκτέλεση]] μιας εντολής<br /><b>2.</b> [[εκπρόσωπος]], [[εντεταλμένος]], [[επιστάτης]], [[φροντιστής]], [[διοικητής]], [[επόπτης]]<br /><b>3.</b> [[κηδεμόνας]], [[επιμελητής]] («[[ἐπίτροπος]] ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε [[στρατοδικείο]] ή [[ναυτοδικείο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>εκκλ.</b> αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διοικητής]], [[τοπάρχης]], αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτελεστής]] διαθήκης<br /><b>3.</b> [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[βοηθός]] («θεὸς [[ἐπίτροπος]] ἐὼν τεαῑσι μήδεται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστάτης]], [[επιμελητής]], [[οικονόμος]] («ἐκήρυξε δέ παρεῖναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απεσταλμένος]] του Καίσαρος, [[διοικητής]] («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῦ Καίσαρος», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επόπτης]] τών εκτελεστών της διαθήκης. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο, η (AM ἐπίτροπος, -ον) επιτρέπω
1. αυτός που του έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας εντολής
2. εκπρόσωπος, εντεταλμένος, επιστάτης, φροντιστής, διοικητής, επόπτης
3. κηδεμόνας, επιμελητής («ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», Θουκ.)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείο
μσν.- νεοελλ.
εκκλ. αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναών
αρχ.-μσν.
1. διοικητής, τοπάρχης, αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», Ηρόδ.)
2. εκτελεστής διαθήκης
3. φύλακας, προστάτης, βοηθός («θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῑσι μήδεται», Πίνδ.)
αρχ.
1. επιστάτης, επιμελητής, οικονόμος («ἐκήρυξε δέ παρεῖναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», Ξεν.)
2. απεσταλμένος του Καίσαρος, διοικητής («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῦ Καίσαρος», Στράβ.)
3. επόπτης τών εκτελεστών της διαθήκης.