πνευματώ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όω, Α [[πνεύμα]], - | |mltxt=-όω, Α [[πνεύμα]], -ατος<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε αέρα, [[εξαερώνω]], [[εξατμίζω]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[φουσκώνω]]<br /><b>4.</b> έχω [[άσθμα]]<br /><b>5.</b> (για ανέμους)<br />[[αναταράσσω]], [[ανακατώνω]], [[προκαλώ]] [[ταραχή]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ [[σπέρμα]] τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῦται», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από αέρα<br />γ) [[φουσκώνω]] («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)<br />δ) [[είμαι]] [[γεμάτος]] ζωή<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] ζύμωσης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 2 January 2021
Greek Monolingual
-όω, Α πνεύμα, -ατος
1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω
2. προκαλώ φούσκωμα
3. φουσκώνω
4. έχω άσθμα
5. (για ανέμους)
αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή
6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῦται», Αριστοτ.)
β) είμαι γεμάτος από αέρα
γ) φουσκώνω («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)
δ) είμαι γεμάτος ζωή
7. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης.