πιστευτικός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pisteftikos | |Transliteration C=pisteftikos | ||
|Beta Code=pisteutiko/s | |Beta Code=pisteutiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to trust, confiding</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1372b29</span> ; τὸ -κόν <span class="bibl">M.Ant.1.14</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς, ἔχειν τινί</b> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to trust, confiding</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1372b29</span> ; τὸ -κόν <span class="bibl">M.Ant.1.14</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς, ἔχειν τινί</b> [[rely upon]]... <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span>364a</span>, cf. <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>28.138</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[creating belief]], <b class="b3">πειθὼ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>455a</span>, cf.Aristid.2.47 J.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to trust, confiding, Arist.Rh.1372b29 ; τὸ -κόν M.Ant.1.14. Adv. -κῶς, ἔχειν τινί rely upon... Pl.Hp.Mi.364a, cf. Iamb. VP28.138. II creating belief, πειθὼ π. Pl.Grg.455a, cf.Aristid.2.47 J.
German (Pape)
[Seite 620] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειθώ, Gorg. 455 a.
Greek (Liddell-Scott)
πιστευτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. πρόξενος πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.
Étymologie: πιστεύω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιστεύω
1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος
2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν
το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν φίλων φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.).
επίρρ...
πιστευτικῶς ΜΑ
1. με εμπιστοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)
2. φρ. «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι σε κάποιον.
Greek Monotonic
πιστευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που πιστεύει εύκολα, εύπιστος, σε Αριστ.· επίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινί, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.
II. αυτός που δημιουργεί πίστη, προξενεί πίστη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πιστευτικός:
1) внушающий доверие, убедительный (πειθώ Plat.);
2) доверчивый Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
Middle Liddell
πιστευτικός, ή, όν
I. disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat.
II. creating belief, Plat. [from πιστεύω