умирать: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀποσεύω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἐναποπνέω]], [[ἐντελευτάω]], [[ἐκψύχω]], [[διαλύω]], [[καταμύω]], [[ἐνθνῄσκω]], [[προθνῄσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[διαποθνῄσκω]], [[ἐναποθνῄκω]], [[ἐννεκρόομαι]], [[ἐπαποθνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[νεκρόομαι]] | |rueltext=[[φθίνω]], [[ἐκπνέω]], [[ἀναλύω]], [[διαφωνέω]], [[φθίω]], [[ἀπογίγνομαι]], [[μετάλλητος]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐκπέμπω]], [[ἀναπαύω]], [[ἄπειμι]], [[κοιμάω]], [[ἀποσεύω]], [[ἀποσσεύω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἐναποπνέω]], [[ἐντελευτάω]], [[ἐκψύχω]], [[διαλύω]], [[καταμύω]], [[ἐνθνῄσκω]], [[προθνῄσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἐκθνῄσκω]], [[διαποθνῄσκω]], [[ἐναποθνῄκω]], [[ἐννεκρόομαι]], [[ἐπαποθνῄσκω]], [[καταθνῄσκω]], [[νεκρόομαι]], [[τελευτάω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
φθίνω, ἐκπνέω, ἀναλύω, διαφωνέω, φθίω, ἀπογίγνομαι, μετάλλητος, ἀπέρχομαι, ἐκπέμπω, ἀναπαύω, ἄπειμι, κοιμάω, ἀποσεύω, ἀποσσεύω, ἀποσβέννυμι, ἐναποπνέω, ἐντελευτάω, ἐκψύχω, διαλύω, καταμύω, ἐνθνῄσκω, προθνῄσκω, ἀποθνῄσκω, ἐκθνῄσκω, διαποθνῄσκω, ἐναποθνῄκω, ἐννεκρόομαι, ἐπαποθνῄσκω, καταθνῄσκω, νεκρόομαι, τελευτάω