ἐκθνῄσκω

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθνῄσκω Medium diacritics: ἐκθνῄσκω Low diacritics: εκθνήσκω Capitals: ΕΚΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: ekthnḗiskō Transliteration B: ekthnēskō Transliteration C: ekthnisko Beta Code: e)kqnh/|skw

English (LSJ)

fut. ἐκθᾰνοῦμαι: aor. ἐξέθᾰνον:—
A die away, to be like to die, γέλῳ (for γέλωτι) ἔκθανον were like to die with laughing, Od.18.100; ὁρῶντες ἐξέθνῃσκον ἐπὶ τῷ πράγματι Antiph.190.7; ὑπὸ γέλωτος ἐ. Plu. 2.54c; ὑπὸ τοῦ δέους Luc.Icar.23, etc.
2 to be in a death-like swoon, ἐξέθανε πεντάκις ὥστε τεθνάναι δοκέειν, Hp.Epid.5.42, cf. Philem.1.6 D.; ὁ ἐκτεθνεώς, opp. ὁ ὄντως τεθνηκώς, Pl.Lg.959a; opp. ἀποθνῄσκειν, Arist.HA521a11, cf.Pr.962b4:—so in S.Tr.568 (though Nessus was really dying) ἐκθνῄσκων may retain its usual sense, fainting away, at the point of death.
3 become mortified, τὸ φλεγμαῖνον ἐκτέθνηκεν Hp.VC19.
4 c.acc., to be terrified of, τὰς νόσους ἐκτεθνήκασι Phld. Herc.1251.18.
II later = ἀποθνῄσκω, Luc.Hist.Conscr. 27, Aret.SD2.13, D.C.48.37.

Spanish (DGE)

• Grafía: frec. graf. -θνη-
• Morfología: [aor. ἔκθανον Od.18.100]
I morir ἐκθνῄσκων δ' ὁ θὴρ τοσοῦτον εἶπε en el momento de morir la bestia habló así S.Tr.568, cf. Luc.Hist.Cons.20, Aret.SD 2.13.19, D.C.48.37.2
más frec. fig. c. dat. o giro prep. causal γέλῳ ἔκθανον se murieron de risa, Od.l.c., cf. Alciphr.3.30.4, ὑπὸ γέλωτος ἐ. Plu.2.54c, ὁρῶντες ἐξέθνῃσκον ἐπὶ τῷ πράγματι Antiph.188.7, ὑπὸ τοῦ δέους Luc.Icar.23, Hld.6.1.4, cf. Luc.DMeretr.13.4, A.Thom.A 119, ὑπ' αἰδοῦς Luc.Laps.8, cf. Ael.NA 7.37, χλευάζοντες Ph.2.194.
II medic.
1 desfallecer, desvanecerse, desmayarse dif. de θνῄσκω: ἐξέθανε πεντάκις ὡς τεθνάναι δοκεῖν Hp.Epid.5.42, cf. Philem.41.6, Pl.Lg.959a, dif. de ἀποθνήσκω Arist.HA 521a11, Pr.962b4, προσποιεῖσθαί τε ἐκθνήσκειν καὶ νεκρῶν δίκην ἐκ τῶν θεάτρων ἐκφέρεσθαι de algunos de los que tenían que asistir a las representaciones de Nerón, D.C.63.15.3.
2 necrosarse τὸ φλεγμαῖνον ἐκτέθνηκεν ἐξ αὐτοῦ (ἕλκους) Hp.VC 19.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκθανοῦμαι;
1 s'évanouir, tomber en syncope, défaillir en mourant;
2 mourir (de rire, de peur, etc.).
Étymologie: ἐκ, θνῄσκω.

Greek Monotonic

ἐκθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἐξέθᾰνον·
1. εξαλείφομαι σταδιακά, σχεδόν πεθαίνω, γέλῳ (αντί γέλωτι) ἔκθανον, σχεδόν πέθαναν στα γέλια, στο γέλιο, σε Ομήρ. Οδ.
2. πέφτω σε λιποθυμία που μοιάζει με θάνατο, νεκρώνομαι, βρίσκομαι στο σημείο του θανάτου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθνῄσκω: (fut. ἐκθανοῦμαι, эп. aor. 2 ἔκθανον) умирать (Soph., Arst., Luc., Plut.; перен. γέλῳ Hom. или ὑπὸ τοῦ γέλωτος Plut. и ὑπ᾽ αἰδοῦς Luc.): ὁ ἐκτεθνεὼς καὶ ὁ ὄντως τεθνηκώς Plat. умерший и действительно мертвый, т. е. смерть которого удостоверена.

German (Pape)

(θνῄσκω), im Sterben liegen, versterben, Soph. Tr. 565; ohnmächtig werden, wie tot daliegen, τόν τε ἐκτεθνεῶτα καὶ τὸν ὄντως τεθνηκότα Plat. Legg. XII.959a; ἀφιεμένου ἔξω αἵματος πλείονος μὲν ἐκθνήσκουσι, πολλοῦ δ' ἄγαν ἀποθνήσκουσιν Arist. H.A. 3.19; τὸν ἁψάμενον λιποθυμεῖν καὶ ἐκθνήσκειν τὰ πρῶτα, εἶτα μέντοι καὶ ἀποθνήσκειν Ael. H.A. 8.7; – γέλῳ ἔκθανον, sie wollten vor Lachen sterben, lachten sich halb tot, Od. 18.99, wie Sp., z.B. Alciphr. 3.66; γέλωτι ἐκθανούμενος Men. Plut. ad. et am. 20 nach Meineke; ὑπ' αἰδοῦς Luc. pro lapsu inter salt. 8; ἐπὶ τῷ πράγματι bei Ath. 342 f. – Erst bei DC. 48.37 und andere Spätere = sterben.