ἐναποπνέω
Contents
English (LSJ)
expire in, ταῖς πατρῴαις οἰκίαις D.S.13.89, cf. M.Ant. 5.4; ἱκεσίαις expire in the act of... Plu.Cor.33; τῳ αὐλῷ Luc.Harm. 2.
Spanish (DGE)
exhalar el último aliento, expirar en ταῖς πατρῴαις οἰκίαις D.S.13.89, cf. M.Ant.5.4, τῷ αὐλῷ Luc.Harm.3, πελάγει Eust.in D.P.420, ταῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἱκεσίαις ἐναποπνεῦσαι expirar entre las súplicas por la patria Plu.Cor.33.
German (Pape)
[Seite 828] (s. πνέω), darin aushauchen, sterben; ταῖς πατρῴαις οἰκίαις D. Sic. 13, 5; τῷ αὐλῷ, bei der Flöte, Luc. Harmon. 2; ταῖς ἱκεσίαις Plut. Coriol. 33.
French (Bailly abrégé)
expirer dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποπνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποπνέω: (fut. ἐναποπνεύσομαι) (где-л. или при каких-л. обстоятельствах) испускать последний вздох, умирать (ταῖς πατρῷαις οἰκίαις Diod.; τῷ αὐλῷ Luc.; ταῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἱκεσίαις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐκπνέω ἔν τινι, ὅπως ταῖς πατρῴαις οἰκίαις ἐναποπνεύσωσι Διόδ. 13.5˙ ἐν. ἱκεσίαις, ἐκπνεῖν ἐν τῷ ἱκετεύειν, Πλουτ. Κορ. 33˙ φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ Λουκ. Ἁρμον. 2.
Greek Monolingual
ἐναποπνέω (Α)
1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῖς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.)
2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐναποπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, εκπνέω, ξεψυχώ τη στιγμή που πράττω κάτι, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. -πνεύσομαι
to expire in the act of doing a thing, c. dat., Plut.