обгонять: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παρατρέχω]], [[προτρέχω]], [[παραθέω]], [[ὑπεκπροθέω]], [[ὑποθέω]], [[ὑπερτρέχω]], [[καταταχέω]], [[παραφθάνω]], [[παρατροχάζω]], [[παραπίπτω]], [[παραμείβω]] | |rueltext=[[παρελαύνω]], [[παρατρέχω]], [[προτρέχω]], [[παραθέω]], [[ὑπεκπροθέω]], [[ὑποθέω]], [[ὑπερτρέχω]], [[καταταχέω]], [[παραφθάνω]], [[παρατροχάζω]], [[παραπίπτω]], [[παραμείβω]], [[προέρχομαι]], [[παραλλάσσω]], [[παρέρχομαι]], [[ἀπολείπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 15 October 2019
Russian > Greek
παρελαύνω, παρατρέχω, προτρέχω, παραθέω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, παραφθάνω, παρατροχάζω, παραπίπτω, παραμείβω, προέρχομαι, παραλλάσσω, παρέρχομαι, ἀπολείπω