знаменитый: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀμύμων]] | |rueltext=[[ἀμύμων]], [[περικλεής]], [[πολύδοξος]], [[περίφαντος]], [[περιβόητος]], [[περίβωτος]], [[περικλυτός]], [[ὀνομαστός]], [[οὐνομαστός]], [[πρόφαντος]], [[μεγακυδής]], [[ἀγακλεής]], [[πρόφατος]], [[γνώριμος]], [[πολυώνυμος]], [[διαβόητος]], [[παράσημος]], [[διαφανής]], [[φανός]], [[φατός]], [[ἔνδοξος]], [[πρεπτός]], [[κλεινός]], [[κλεεννός]], [[ὀνομακλυτός]], [[ὀνομάκλυτος]], [[δακτυλόδεικτος]], [[περίπυστος]], [[ἀμφιβόητος]], [[ἐπιφανής]], [[πάνυ]], [[ἐπίδοξος]], [[λαμπρός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀμύμων, περικλεής, πολύδοξος, περίφαντος, περιβόητος, περίβωτος, περικλυτός, ὀνομαστός, οὐνομαστός, πρόφαντος, μεγακυδής, ἀγακλεής, πρόφατος, γνώριμος, πολυώνυμος, διαβόητος, παράσημος, διαφανής, φανός, φατός, ἔνδοξος, πρεπτός, κλεινός, κλεεννός, ὀνομακλυτός, ὀνομάκλυτος, δακτυλόδεικτος, περίπυστος, ἀμφιβόητος, ἐπιφανής, πάνυ, ἐπίδοξος, λαμπρός