βύσμα: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vysma | |Transliteration C=vysma | ||
|Beta Code=bu/sma | |Beta Code=bu/sma | ||
|Definition=ατος, τό, (βύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, (βύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (βύω)
A plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
German (Pape)
[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tapón, bitoquede recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
•fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.
Greek Monolingual
το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.
Russian (Dvoretsky)
βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.