κρυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kryptikos
|Transliteration C=kryptikos
|Beta Code=kruptiko/s
|Beta Code=kruptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[obscuring]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span> 528.12</span>, <span class="bibl">530.1</span>. Adv. -κῶς, πυνθάνεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>156a14</span>; εἰπεῖν <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in SE</span>100.10</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[obscuring]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span> 528.12</span>, <span class="bibl">530.1</span>. Adv. -κῶς, πυνθάνεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>156a14</span>; εἰπεῖν <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in SE</span>100.10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:55, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτικός Medium diacritics: κρυπτικός Low diacritics: κρυπτικός Capitals: ΚΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kryptikós Transliteration B: kryptikos Transliteration C: kryptikos Beta Code: kruptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A obscuring, Alex.Aphr.in Top. 528.12, 530.1. Adv. -κῶς, πυνθάνεσθαι Arist.Top.156a14; εἰπεῖν Alex.Aphr.in SE100.10.

German (Pape)

[Seite 1515] zum Verbergen, Verstecken geschickt, geeignet, Sp., auch adv., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι, hinterlistig, Arist. topic. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρυψιν, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 6. ― Ἐπιρρ., κρυπτικῶς πυνθάνεσθαι Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 7, πρβλ. κρύπτω Ι. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρυπτικός -ή, -όν) κρυπτός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα»)
3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» — χρωματισμός που χρησιμεύει σε διάφορα ζώα για την απόκρυψή τους ή για την παραπλάνηση τών εχθρών τους
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο ον) οι Κρυπτικοί
λουθηρανική αίρεση κατά τον 17ο αιώνα
αρχ.
κρυπτήριος. Επιρρ. κρυπτικώς (Α)
με κρυπτικό τρόπο.