μονοστόρθυγξ: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monostorthygks | |Transliteration C=monostorthygks | ||
|Beta Code=monosto/rqugc | |Beta Code=monosto/rqugc | ||
|Definition=υγγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=υγγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[carved out of a single block]], Πρίηπος <span class="title">AP</span>6.22 (Zon.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 30 June 2020
English (LSJ)
υγγος, ὁ, ἡ,
A carved out of a single block, Πρίηπος AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 205] υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
Greek (Liddell-Scott)
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κατεσκευασμένος ἐξ ἑνὸς μόνου στελέχους, μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, τῷ ἐπὶ ἑνὶ ποδὶ ἱσταμένῳ, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 22· πρβλ. μονόξυλος.
French (Bailly abrégé)
υγγος;
adj. m.
taillé d’un seul bloc.
Étymologie: μόνος, στόρθυγξ.
Greek Monolingual
μονοστόρθυγξ, -υγγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + στόρθυγξ «άκρο»].
Greek Monotonic
μονοστόρθυγξ: ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μονοστόρθυγξ: υγγος adj. вырезанный из одного куска (Πρίαπος Anth.).