Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύστρον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύστρον''': τό, = [[μυστίλη]], Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· [[κοχλιάριον]], Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: [[ὡσαύτως]] μύστρος, ὁ, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 87. ΙΙ. [[μέτρον]] τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· [[ὡσαύτως]] μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
|lstext='''μύστρον''': τό, = [[μυστίλη]], Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· [[κοχλιάριον]], Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: [[ὡσαύτως]] μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. [[μέτρον]] τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· [[ὡσαύτως]] μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστρον Medium diacritics: μύστρον Low diacritics: μύστρον Capitals: ΜΥΣΤΡΟΝ
Transliteration A: mýstron Transliteration B: mystron Transliteration C: mystron Beta Code: mu/stron

English (LSJ)

τό,

   A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a.    2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.

German (Pape)

[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.

Greek Monolingual

μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ)
κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)
μσν.
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια
αρχ.
1. μυστίλη
2. φρ. «μύστρου πλῆθος» — πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυστίλη.

Russian (Dvoretsky)

μύστρον: τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.