πεντεσύριγγος: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentesyriggos | |Transliteration C=pentesyriggos | ||
|Beta Code=pentesu/riggos | |Beta Code=pentesu/riggos | ||
|Definition=[ῡ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῡ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with five holes]], <b class="b3">ξύλον π</b>. [[pillory]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span> 1049</span>, cf. <span class="bibl">Poll.8.72</span> : metaph., of palsy, <b class="b3">π. νόσος</b> Polyeuct. ap. <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span> 1411a22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A with five holes, ξύλον π. pillory, Ar. Eq. 1049, cf. Poll.8.72 : metaph., of palsy, π. νόσος Polyeuct. ap. Arist. Rh. 1411a22.
German (Pape)
[Seite 558] = πεντασύριγγος; ξύλον, Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 νόσος πεντεσύριγγος, von einem paralytischen Menschen.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεσύριγγος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀπάς, ξύλον π., εἶδος ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος πέντε ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ κεφαλή, αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. νόσος ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον ξύλον· πέντε ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ δεσμωτήριον· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ τράχηλος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον (ξύλον) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; fig. qui immobilise ou paralyse les membres.
Étymologie: πέντε, σύριγξ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πεντασύριγγος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές
2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον»
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων
β) «πεντεσύριγγος νόσος»
(με μτφ. σημ.) η παράλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + σῦριγξ, -γγος].
Greek Monotonic
πεντεσύριγγος: [ῡ], -ον (σῦριγξ), αυτός που έχει πέντε τρύπες, ξύλον πεντεσύριγγον, πάσσαλος για βασανισμό με πέντε οπές από τις οποίες περνούσαν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια των εγκληματιών, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντεσύριγγος -ον [πέντε, σύριγξ] met vijf openingen (van een folterwerktuig); Aristoph. Eq. 1049; overdr.. ἐν πεντεσυρίγγῳ νόσῳ in een verlammende ziekte Aristot. Rh. 1411a22.
Russian (Dvoretsky)
πεντεσύριγγος: (ῠ)
1) имеющий пять отверстий: ξύλον πεντεσύριγγον Arph. деревянная колодка с пятью отверстиями (для головы, рук и ног);
2) перен. лишающий возможности двигаться, сковывающий (νόσος Arst.).
Middle Liddell
πεντε-σύ˘ριγγος, ον, σῦριγξ
with five holes, ξύλον π. a pillory, furnished with five holes, through which the head, arms, and legs of criminals were passed, Ar.