ἀνύποιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνύποιστος''': -ον, [[ἀφόρητος]], Τίμ. παρ’ Ἀθ. 509F, Διον. Ἁλ. 7. 15. -Ἐπίρρ. -τως [[Πολυδ]]. Γ΄ 130. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -οιστότης, ἡ, Γλωσσ.
|lstext='''ἀνύποιστος''': -ον, [[ἀφόρητος]], Τίμ. παρ’ Ἀθ. 509F, Διον. Ἁλ. 7. 15. -Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ 130. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -οιστότης, ἡ, Γλωσσ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνύποιστος Medium diacritics: ἀνύποιστος Low diacritics: ανύποιστος Capitals: ΑΝΥΠΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anýpoistos Transliteration B: anypoistos Transliteration C: anypoistos Beta Code: a)nu/poistos

English (LSJ)

ον,

   A insupportable, Timae.60, D.H.7.15, J.AJ19.2.2, Eus.Mynd.54; irresistible, φάλαγξ Ascl.Tact.5.1. Adv. -τως Poll.3.130.    II Act., impatient, Ptol.Tetr.159.

German (Pape)

[Seite 266] unerträglich, Dion. Hal., z. B. μανία 7, 15; Ath. XII, 519 f. – Adv., Poll. 3, 130.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύποιστος: -ον, ἀφόρητος, Τίμ. παρ’ Ἀθ. 509F, Διον. Ἁλ. 7. 15. -Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ 130. Ἐντεῦθεν, οὐσιαστ. -οιστότης, ἡ, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. insoportable καῦμα Timae.50, βαρύτης I.AI 19.175, τιμωρίαι Eus.Mynd.54, ἀδικήματα PLond.1677.20 (VI d.C.)
subst. τὸ ἀ. lo insoportable τοῦ ἔργου M.Ant.8.36.
2 irresistible φάλαγξ Ascl.Tact.5.1
fig. μέγεθος (τοῦ Χριστοῦ) Gr.Nyss.Ar.et Sab.73.12.
3 de pers. impaciente ὁ μὲν οὖν τοῦ Κρόνου ἀστὴρ ... ποιεῖ ... ἀνυποίστους Ptol.Tetr.3.14.14.
II adv. -ως insoportablemente Poll.3.130.

Greek Monolingual

ἀνύποιστος, -ον (Α)
αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»].