ἀποτορνεύω: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apotorneyo | |Transliteration C=apotorneyo | ||
|Beta Code=a)potorneu/w | |Beta Code=a)potorneu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[round off]] as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος <span class="bibl">Ph.1.505</span>: metaph. of [[polished]] language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>234e</span> (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>3.112a</span>; <b class="b3">περιόδους</b> ib.<span class="bibl">2.77a</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:03, 1 July 2020
English (LSJ)
A round off as by the lathe, εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505: metaph. of polished language, σαφῆ καὶ στρογγύλα . . τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e (imitated by Plu.2.45a); κέγχρους Jul.Or.3.112a; περιόδους ib.2.77a.
German (Pape)
[Seite 332] abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτορνεύω: ποιῶ τι στρογγύλον ὡς διὰ τόρνου, μεταφ., ἐπεξεργάζομαί τι μετ’ ἐπιμελείας καὶ ἀκριβείας, ἐν τῷ παθ., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε· τὴν φράσιν ταύτην ἐμιμήθη ὁ Πλούταρχος ἐν 2. 45Α, καὶ ἄλλοι: ― Ἐντεῦθεν καὶ τὸ ουσιαστ. ἀποτόρνευσις, ἡ, τῆς τῶν λόγων ἀποτορνεύσεως Τζέτζης Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 20.11.
French (Bailly abrégé)
travailler sur le tour, arrondir.
Étymologie: ἀπό, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 tornear, conformar fig. de palabras y estilo redondear περίοδον Philostr.VS 537, cf. Iul.Or.3.77a, en v. pas. σαφῆ καὶ στρόγγυλα ... ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται Pl.Phdr.234e, cf. Hermog.Id.1.12 p.297, Longin.Rh.p.189
•en gener. tornear, conformar, crear νῆσον Philostr.Her.71.15, cf. en v. pas. Procop.Aed.1.11.18, Meth.Symp.79 (p.80.5), ἄκρως εἰς σφαῖραν ἀποτετορνευμένος Ph.1.505, τῶν μὲν ἀποτετορνευμένων αὐτομάτων εἰς ἥλιον φωστῆρα μέγαν Dion.Alex.Fr.4 (p.143).
2 contornear, circundar τὴν ἤπειρον Philostr.VA 1.20.
Greek Monolingual
ἀποτορνεύω κ. -τορνῶ, -όω κ. -τορεύω (Α)
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, στρογγυλεύω
2. (για λόγο) επεξεργάζομαι με επιμέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτορνεύω: досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).