ἄγραπτος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», | |lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A unwritten, ἄ. θεῶν νόμιμα S.Ant.454. II ἄ. δίκη action cancelled in consequence of a special plea, Poll.8.57.
German (Pape)
[Seite 22] ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραπτος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν νόμιμα, Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. ἄγραφος. ΙΙ. ἄγρ. δίκη, δίκη ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «ἄγραπτος δὲ δίκη ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non écrit ; ἄγραπτα νόμιμα SOPH prescriptions morales, litt. non écrites (dans les codes).
Étymologie: ἀ, γράφω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no escritode las leyes naturales θεῶν νόμιμα S.Ant.454
•no recogido en las Escrituras de la definición de Dios como ingénito, Ath.Al.M.26.81B.
2 de un contrato o asunto no formalizado por escrito, verbal, de palabra πρᾶγμα ἔγγραπτον ἢ ἄγραπτον PWürzb.6.23 (II a.C.), PMed.7.42 (I d.C.).
3 de una causa judicial suspendida δίκη Poll.8.57.
II adv. -ως de palabra, por tradición oral οἱ πρὶν ἀ. τὴν σοφίαν ἐδέχοντο Sch.Pi.O.7.99A.
Greek Monotonic
ἄγραπτος: -ον (γράφω), μη καταγεγραμμένος, άγραφος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄγραπτος: неписаный (θεῶν νόμιμα Soph.).