Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄγραπτος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», [[Πολυδ]]. 8. 57.
|lstext='''ἄγραπτος''': -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν [[νόμιμα]], Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. [[ἄγραφος]]. ΙΙ. ἄγρ. [[δίκη]], [[δίκη]] ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «[[ἄγραπτος]] δὲ [[δίκη]] ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγραπτος Medium diacritics: ἄγραπτος Low diacritics: άγραπτος Capitals: ΑΓΡΑΠΤΟΣ
Transliteration A: ágraptos Transliteration B: agraptos Transliteration C: agraptos Beta Code: a)/graptos

English (LSJ)

ον,

   A unwritten, ἄ. θεῶν νόμιμα S.Ant.454.    II ἄ. δίκη action cancelled in consequence of a special plea, Poll.8.57.

German (Pape)

[Seite 22] ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγραπτος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν νόμιμα, Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. ἄγραφος. ΙΙ. ἄγρ. δίκη, δίκη ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «ἄγραπτος δὲ δίκη ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non écrit ; ἄγραπτα νόμιμα SOPH prescriptions morales, litt. non écrites (dans les codes).
Étymologie: ἀ, γράφω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no escritode las leyes naturales θεῶν νόμιμα S.Ant.454
no recogido en las Escrituras de la definición de Dios como ingénito, Ath.Al.M.26.81B.
2 de un contrato o asunto no formalizado por escrito, verbal, de palabra πρᾶγμα ἔγγραπτον ἢ ἄγραπτον PWürzb.6.23 (II a.C.), PMed.7.42 (I d.C.).
3 de una causa judicial suspendida δίκη Poll.8.57.
II adv. -ως de palabra, por tradición oral οἱ πρὶν ἀ. τὴν σοφίαν ἐδέχοντο Sch.Pi.O.7.99A.

Greek Monotonic

ἄγραπτος: -ον (γράφω), μη καταγεγραμμένος, άγραφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄγραπτος: неписаный (θεῶν νόμιμα Soph.).

Middle Liddell

γράφω
unwritten, Soph.