συνάντημα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synantima | |Transliteration C=synantima | ||
|Beta Code=suna/nthma | |Beta Code=suna/nthma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[incident]], [[occurrence]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Ec.</span>9.2</span>,<span class="bibl">3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[visitation]], of plague, etc., ib.<span class="bibl"><span class="title">Ex.</span>9.14</span>, <span class="title">PMag.Leid.W.</span>18.5, Anon. in <span class="bibl">Rh.1.646</span> W.; <b class="b3">σ. νυκτερινόν</b> nightmare, Cyran.31. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[confirmation]], in pl., <span class="bibl">Phld. <span class="title">Sign.</span>19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:40, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A incident, occurrence, ib.Ec.9.2,3. 2 visitation, of plague, etc., ib.Ex.9.14, PMag.Leid.W.18.5, Anon. in Rh.1.646 W.; σ. νυκτερινόν nightmare, Cyran.31. 3 confirmation, in pl., Phld. Sign.19.
German (Pape)
[Seite 1001] τό, das Begegniß, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνάντημα: τό, συμβεβηκός, συμβάν, τυχαῖον συμβάν, Ideler Phys. 2. 370, Ρήτορες (Walz) 1. 646· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 14) ἐπὶ τῶν πληγῶν τῆς Αἰγύπτου.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναντῶ
τυχαίο συμβάν, σύμπτωση
νεοελλ.
συνάντηση, συναπάντημα
μσν.-αρχ.
(για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή
αρχ.
επιβεβαίωση, επικύρωση.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναντῶ
τυχαίο συμβάν, σύμπτωση
νεοελλ.
συνάντηση, συναπάντημα
μσν.-αρχ.
(για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή
αρχ.
επιβεβαίωση, επικύρωση.