χάσμη: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χάσμη]], ἡ, [[χάσμα]]<br />a [[yawning]], [[gaping]], Plat.
|mdlsjtxt=[[χάσμη]], ἡ, [[χάσμα]]<br />a [[yawning]], [[gaping]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[yawn]]
}}
}}

Revision as of 13:41, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμη Medium diacritics: χάσμη Low diacritics: χάσμη Capitals: ΧΑΣΜΗ
Transliteration A: chásmē Transliteration B: chasmē Transliteration C: chasmi Beta Code: xa/smh

English (LSJ)

ἡ,

   A yawning, gaping, Hp.Aph.7.56; esp. from drowsiness, Id.VM10, Pl.R.503d, etc.: pl., Hp.Art.30, Plu.2.45d.    2 object of idle gaping, gazing-stock, Antip.Stoic.3.254.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, das Gähnen, ὕπνου τε καὶ χάσμης ἐμπίπλανται Plat. Rep. VI, 503 d; Arist. u. Sp.; das Maulaufsperren, Angaffen, übertr., Trägheit, Müßiggang. – Auch der Gegenstand müßiges Angaffens, Antipat. bei Stob. fl. 70, 13 A.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμη: ἡ, τὸ χασμᾶσθαι, κοινῶς «χασμούρημα», «χασμουρητόν», Ἱππ. Ἀφ. 1260· μάλιστα ἕνεκα νυσταγμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πλάτ. Πολ. 503C· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 797, Πλούτ. 2. 45D. 2) τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ ἀποβλέπει τις χάσκων, μηδ’ εἰς πλοῦτον μηδ’ εἰς ὀ…οῦσαν εὐγένειαν μηδὲ εἰς ἄλλην χάσμην μηδεμίαν ἀποβλέπειν Ἀντίπατρος παρὰ Στοβ. 427. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 bâillement;
2 bouche béante.
Étymologie: χαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. χασμουρητό
2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω κατάλ. -μη (πρβλ. πλήσ-μη, χάρ-μη)].

Greek Monotonic

χάσμη: ἡ (χάσμα), χασμουρητό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

χάσμη: ἡ зевота (ὕπνος τε καὶ χ. Plat.; τὸ ἐξιὸν πνεῦμα ἐν τῇ χάσμῃ Arst.; χάσμαι ὑπνώδεις Plut.).

Middle Liddell

χάσμη, ἡ, χάσμα
a yawning, gaping, Plat.

English (Woodhouse)

yawn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)