ἀπρίξ: Difference between revisions
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[α <i>copulat.</i>,, [[πρίω]]<br />with closed teeth, Lat. [[mordicus]]: [[hence]] [[fast]], [[tight]], ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]] Soph. | |mdlsjtxt=[α <i>copulat.</i>,, [[πρίω]]<br />with closed teeth, Lat. [[mordicus]]: [[hence]] [[fast]], [[tight]], ἀπρὶξ [[συλλαβεῖν]] Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[tightly]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 4 July 2020
English (LSJ)
Adv.
A fast, tight, ἀ. ὄνυξι συλλαβών S.Aj.310; ἀ. ἔχεσθαι τοῦ κερδαίνειν Id.Fr.328, cf. Theoc.15.68, Luc.Nec.5, Eun.VSp.475 B.; τοῖν χεροῖν λαβέσθαι τινός Pl.Tht.155e, cf. Plb.12.11.6; ἔχειν χείρεσσι Theoc.24.55; δράξασθαι AP5.247 (Paul. Sil.). II Subst., a kind of ἄκανθα (Cypr.), EM132.53.
German (Pape)
[Seite 338] (πρίω, ἀ copulat.), eigtl. mit zusammengebissenen Zähnen festhaltend, nicht loslassend, unablässig, τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Plat. Theaet. 155 e; vgl. Soph. Ai. 303; ἀπρὶξ ἔχευ ἁμῶν Theocr. 15, 68 (Schol. ἐμπεφυκότως, ὥστε μὴ διαπρίσαι τὴν συμφυΐαν); vgl. 24, 54. 29, 25; Pol. 10, 11; Luc. Necyom. 5; παλάμη ἀπρὶξ δραξαμένη Paul. Sil. 4 (V, 248); übertr., τοῦ κερδαίνεινἀπρὶξ ἔχονται Soph. frg. 325; ἀπρὶξ ἐμφύντες Ael. N. A. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρίξ: ἐπίρρ. (α εὐφων., πρίω, πρβλ. γνύξ, ὀδάξ, ὀκλάξ, κτλ.: - μετὰ κεκλεισμένων ὀδόντων, Λατ. mordicus· ἐντεῦθεν, στενῶς, σφιγκτά, «προσπεφυκότως, ἰσχυρῶς, σφοδρῶς, ὃ οὐχ οἶόν τε πρῖσαι διὰ τὴν σύμφυσιν» Ἡσύχ.· ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν Σοφ. Αἴ. 310· ἀπρὶξ ἔχεσθαί τινος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 325, Λουκ. Νεκυομ. 5· τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 155Ε· ἔχειν χερσὶ Θεόκρ. 24. 54· δράξασθαι Ἀνθ. Π. 5. 248.
French (Bailly abrégé)
adv.
litt. en mordant comme une scie ; fermement, sans lâcher prise.
Étymologie: ἀ- prosth., πρίω.
Spanish (DGE)
1 adv. con fuerza, fuertemente ἀ. ὄνυξι συλλαβὼν χερί S.Ai.310
•firmemente τοῦ ... κερδαίνειν ... ἀ. ἔχονται S.Fr.354, cf. Sophr.97, Theoc.15.68, Luc.Nec.5, M.Ant.4.32, D.C.79.20.2, Eun.VS 475
•οὗ ἂν δύνωνται ἀ. τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Pl.Tht.155e, χείρεσσιν ἀ. ἔχοντα Theoc.24.55, δραξαμένη AP 5.248 (Paul.Sil.), ἀ. τὸ ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις κατασχεῖν βίᾳ Moer.78, Et.Gen.1085.
2 subst. neutr. una especie de acanto (Chipre) EM 132.53G.
• Etimología: Formado, como ἀπρίγδα, por ἀ- intens. y la raíz que se encuentra en πρίζω, deriv. de πρίω, q.u. El sent. sería ‘al modo de los dientes de una sierra’.
Greek Monolingual
ἀπρίξ επίρρ. (Α)
σφιχτά, δυνατά.
Greek Monotonic
ἀπρίξ: επίρρ. (α αθροιστικό και πρίω), με κλειστά, σφιγμένα τα δόντια, Λατ. mordicus· εξού, σταθερά, σφιχτά· ἀπρὶξ συλλαβεῖν, σε Σοφ.
Middle Liddell
[α copulat.,, πρίω
with closed teeth, Lat. mordicus: hence fast, tight, ἀπρὶξ συλλαβεῖν Soph.