προστάς: Difference between revisions
κακῆς ἀπ΄ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. → from a bad beginning comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostas | |Transliteration C=prostas | ||
|Beta Code=prosta/s | |Beta Code=prosta/s | ||
|Definition=άδος, ἡ, (προΐστημι) prop. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=άδος, ἡ, (προΐστημι) prop. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[part between the two antae]] (or <b class="b2">wall-ends</b>) of a building, Vitr.6.7.1, cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>688.35</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[vestibule]], [[porch]], [[portico]], <span class="bibl">Callix.1</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>3.23</span>, <span class="title">GDI</span>3723.5 (Cos), <span class="title">OGI</span>51.22 (Egypt, iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.396</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>445.3</span>, al. (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>77 i 22</span> (ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>793 xii 25</span>, al. (ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 30 June 2020
English (LSJ)
άδος, ἡ, (προΐστημι) prop.
A part between the two antae (or wall-ends) of a building, Vitr.6.7.1, cf. EM688.35. II vestibule, porch, portico, Callix.1, LXX Jd.3.23, GDI3723.5 (Cos), OGI51.22 (Egypt, iii B.C.), PSI4.396 (iii B.C.), PCair.Zen.445.3, al. (iii B.C.), UPZ77 i 22 (ii B. C.), PTeb.793 xii 25, al. (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 781] άδος, ἡ, Vorzimmer; Ath. V, 205 a; Vitruv. 2, 8; Erkl. von προμολή , Schol. Ap. Rh. 1, 1174. – Auch wie prostibulum, eine feile, öffentliche Dirne, Ath.
Greek (Liddell-Scott)
προστάς: -άδος, ἡ (προΐστημι) κυρίως τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν δύο παραστάδων οἰκοδομήματος, πρόδομος, ἢ πρόστῳον, Βιτρούβ. 2. 8· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λ. οἶκος· πρόθυρα, Ἀθήν. 205Α· πρβλ. πρόστασις ΙΙ. - Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 688, 35, «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἣν καὶ αἴθουσαν καλεῖ Ὅμηρος· ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἣν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν.»
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου
2. το προστώο
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος
ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσταμαι (για το θ. σταδ- πρβλ. στάδ-ην, στάδ-ιος), πρβλ. παρα-στάς, -άδος].
Russian (Dvoretsky)
προστάς: άδος ἡ передняя Anth.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к προΐστημι.