ἰσχαλέος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischaleos | |Transliteration C=ischaleos | ||
|Beta Code=i)sxale/os | |Beta Code=i)sxale/os | ||
|Definition=α, ον, poet. for | |Definition=α, ον, poet. for [[ἰσχνός]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dried]], κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο <span class="bibl">Od.19.233</span>; [[thin]], [[paltry]], περόναι <span class="bibl">Man.6.434</span>:—later ἰσχνᾰλέος, <span class="bibl">Eust. 1863.60</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 8 July 2020
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἰσχνός,
A dried, κρομύοιο λοπὸς ἰσχαλέοιο Od.19.233; thin, paltry, περόναι Man.6.434:—later ἰσχνᾰλέος, Eust. 1863.60.
German (Pape)
[Seite 1272] p. = ἰσχνός; κρόμυον Od. 19, 233; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἰσχνός, λεπτός, χιτῶν᾿… οἷόν τε κρομύοιο λοπόν κάτα ἰσχαλέοιο Ὀδ. Τ. 233· - λεπτός, μηδαμινός, περόναι Μανέθων 6. 434· - μετέπειτα ἰσχναλέος, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
desséché, sec.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
English (Autenrieth)
(ἰσχνός): dry, withered, Od. 19.233†.
Greek Monolingual
ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)
1. πολύ λεπτός
2. πολύ μικρός, μηδαμινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].
Greek Monotonic
ἰσχᾰλέος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἰσχνός, λεπτός, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχαλέος: (= ἰσχνός) высохший, сухой (ἰ. κρομύοιο λοπός Hom.).