δείλομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deilomai
|Transliteration C=deilomai
|Beta Code=dei/lomai
|Beta Code=dei/lomai
|Definition=(A), (δείλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[verge towards afternoon]], <b class="b3">δείλετό τ' ἠέλιος</b> the sun [[was westering]], <span class="bibl">Od.7.289</span> (Aristarch. and others for <b class="b3">δύσετο</b>).</span><br /><span class="bld">δείλομαι</span> (B), Delph. and Locr., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βούλομαι]].</span>
|Definition=(A), (δείλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[verge towards afternoon]], <b class="b3">δείλετό τ' ἠέλιος</b> the sun [[was westering]], <span class="bibl">Od.7.289</span> (Aristarch. and others for [[δύσετο]]).</span><br /><span class="bld">δείλομαι</span> (B), Delph. and Locr., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βούλομαι]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείλομαι Medium diacritics: δείλομαι Low diacritics: δείλομαι Capitals: ΔΕΙΛΟΜΑΙ
Transliteration A: deílomai Transliteration B: deilomai Transliteration C: deilomai Beta Code: dei/lomai

English (LSJ)

(A), (δείλη)

   A verge towards afternoon, δείλετό τ' ἠέλιος the sun was westering, Od.7.289 (Aristarch. and others for δύσετο).
δείλομαι (B), Delph. and Locr.,

   A = βούλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δείλομαι: ἀποθ. (δείλη) κλίνω πρὸς ἑσπέραν, δείλετό τ’ ἠέλιος, ὁ ἥλιος ἔβαινε πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Η. 289· οὕτως ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ δύσετο, ― ἐπειδὴ ἐκ τῶν συμφραζομένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ ἀπεῖχε τῆς δύσεως.

French (Bailly abrégé)

impf 3ᵉ sg. δείλετο;
approcher du soir, pencher vers son déclin en parl. du soleil.
Étymologie: δείλη.

English (Autenrieth)

verge towards setting; only ipf., δείλετο τ' ἠέλιος, ‘was westering,’ Il. 7.289†.

Spanish (DGE)

aproximarse al ocaso, declinar δείλετό τ' ἠέλιος Od.7.289.
v. βούλομαι.

Greek Monolingual

(I)
δείλομαι (Α)
φρ. «δείλετο τ' ἠέλιος» — κι ο ήλιος έγερνε στη δύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, του οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο του δείλη (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο-θερμός). Η άποψη του Αριστάρχου, για την ύπαρξη στο η, 289 του τ. δείλετο αντί του τ. δύσετο, δεν φαίνεται πολύ πειστική].
(II)
δείλομαι (Α)
δωρ. τ. του βούλομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βούλομαι.

Greek Monotonic

δείλομαι: αποθ. (δείλη), πλησιάζω προς το απόγευμα, δείλετό τ' ἠέλιος, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείλομαι [δείλη] naar het middaguur neigen. δείλετό τ ’ ἠέλιος de zon neigde naar het middaguur Od. 7.289.

Russian (Dvoretsky)

δείλομαι: склоняться к закату (δείλετο - v. l. δύσετο - ἠέλιος Hom.).

Middle Liddell

δείλη
Dep. to verge towards afternoon, δείλετό τ' ἠέλιος Od.