Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελισσόβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melissovotos
|Transliteration C=melissovotos
|Beta Code=melisso/botos
|Beta Code=melisso/botos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fed on by bees]], AP9.523, <span class="bibl">D.P.327</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fed on by bees]], AP9.523, <span class="bibl">D.P.327</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:04, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσόβοτος Medium diacritics: μελισσόβοτος Low diacritics: μελισσόβοτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: melissóbotos Transliteration B: melissobotos Transliteration C: melissovotos Beta Code: melisso/botos

English (LSJ)

ον,    A fed on by bees, AP9.523, D.P.327.

German (Pape)

[Seite 124] von Bienen beweidet, der Helikon, Dionys. 7 (IX, 523); τὸ μελ., = Vorigem, Nic. Th. 677.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσόβοτος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 523, Διον. Π. 327, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit les abeilles;
2 nourri par les abeilles.
Étymologie: μέλισσα, βόσκω.

Greek Monolingual

μελισσόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον
άλλη ονομασία του φυτού μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό-βοτος, μηλό-βοτος].

Greek Monotonic

μελισσόβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που έχει βοσκηθεί από μέλισσες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσόβοτος: питающий пчел (Ἑλικών Anth.).

Middle Liddell

μελισσό-βοτος, ον βόσκω
fed on by bees, Anth.