καράτομος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karatomos
|Transliteration C=karatomos
|Beta Code=kara/tomos
|Beta Code=kara/tomos
|Definition=(proparox.), ον, (τέμνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beheaded]], Γοργών <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>1118</span> (dub.l.); <b class="b3">κ. ἐρημία νεανίδων</b>, i. e. their slaughter, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>564</span> (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>606</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[cut off from the head]], <b class="b3">κ. Χλιδαί</b> one's [[shorn]] locks, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>52</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> parox., Act., [[beheading]], c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.</span>
|Definition=(proparox.), ον, (τέμνω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beheaded]], Γοργών <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>1118</span> (dub.l.); <b class="b3">κ. ἐρημία νεανίδων</b>, i. e. their slaughter, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>564</span> (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>606</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[cut off from the head]], <b class="b3">κ. Χλιδαί</b> one's [[shorn]] locks, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>52</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> parox., Act., [[beheading]], c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:35, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱτομος Medium diacritics: καράτομος Low diacritics: καράτομος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karátomos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: kara/tomos

English (LSJ)

(proparox.), ον, (τέμνω)    A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.Rh.606.    2 cut off from the head, κ. Χλιδαί one's shorn locks, S.El.52.    II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à qui l’on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.

Greek Monolingual

καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].

Greek Monotonic

κᾰράτομος: [ρᾱ], -ον, (τέμνω),
1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ.
2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰράτομος: (ρᾱ)
1) обезглавленный (Γοργώ Eur.);
2) отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.

Middle Liddell

κᾰρ¯ά-τομος, ον τέμνω
1. beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.
2. cut off from the head, κ. χλιδαί one's shorn locks, Soph.