δευτερουργός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=defterourgos | |Transliteration C=defterourgos | ||
|Beta Code=deuterourgo/s | |Beta Code=deuterourgo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[working in the second place]], [[secondary]], opp.πρωτουργός, κινήσεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>897a</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.1</span>: but, </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">δευτερουργός, ὁ,</b> [[one who vamps up old clothes]], <span class="bibl">Poll.7.77</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:40, 5 July 2020
English (LSJ)
όν,
A working in the second place, secondary, opp.πρωτουργός, κινήσεις Pl.Lg.897a, cf. Iamb.Myst.3.1: but, II Subst. δευτερουργός, ὁ, one who vamps up old clothes, Poll.7.77.
German (Pape)
[Seite 553] 1) den zweiten Platz einnehmend, κινήσεις σωμάτων Plat. Legg. X, 897 a; dah. = untergeordnet, τέχνη, = βαναυσική, Poll. 7, 6. – 2) der Kleider wieder aufkratzt u. reinigt, Poll. 7, 77.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερουργός: -όν, (*ἔργω), κατὰ δεύτερον λόγον ἐργαζόμενος, δευτερεύων ἐργάτης, ἀντίθ. τῷ πρωτουργός, Πλάτ. Νόμ. 897Α· δ. τέχναι Πολυδ. Ζ΄, 6· - ἀλλά, ΙΙ. χλαῖνα δευτερουργής, αὐτ. Ζ΄, 77, φαίνεται σημαῖνον δευτέραν φορὰν εἰργασμένη, μεταχειρισμένη· καὶ δευτερουργός, ὁ, ὁ ἀνακαινίζων τοιαῦτα ἐνδύματα· πρβλ. ἐπίγναφος.
Spanish (DGE)
-όν
1 secundario πρωτουργοὶ κινήσεις τὰς δευτερουργοὺς ... κινήσεις σωμάτων ἄγουσι los movimientos primarios (del alma) dirigen los movimientos secundarios corporales Pl.Lg.897a, τῇ δευτερουργῷ καὶ ἐξημμένῃ ταύτης ζωῇ op. τῇ νοερᾷ καὶ καθαρτικῇ ζωῇ Olymp.in Phd.2.8, ὑπουργίαι de la mántica, Iambl.Myst.3.1, δευτερουργοὶ τέχναι artes manuales Poll.7.6.
2 subst. ὁ δ. sastre remendón de ropa vieja, Poll.7.77.
Greek Monolingual
δευτερουργός, -όν (Α)
1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων
2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός
αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα.
Russian (Dvoretsky)
δευτερουργός: вторичный, второстепенный, вспомогательный (κινήσεις Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δευτερουργός -όν [δεύτερος, ἔργον] secundair.