κέδρινος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κέδρῐνος, η, ον<br />of [[cedar]], Il., Eur. [from [[κέδρος]]
|mdlsjtxt=κέδρῐνος, η, ον<br />of [[cedar]], Il., Eur. [from [[κέδρος]]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of cedar]]
}}
}}

Revision as of 14:16, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδρῐνος Medium diacritics: κέδρινος Low diacritics: κέδρινος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kédrinos Transliteration B: kedrinos Transliteration C: kedrinos Beta Code: ke/drinos

English (LSJ)

η, ον, (κέδρος)

   A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8.    2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36.    3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) κέδρος
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.

Greek Monotonic

κέδρῐνος: -η, -ον, λέγεται για τον κέδρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κέδρῐνος: сделанный из кедра, кедровый (θάλαμος Hom.; δόμοι Eur.; ξύλα Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέδρινος -η -ον [κέδρος] van cederhout.

Middle Liddell

κέδρῐνος, η, ον
of cedar, Il., Eur. [from κέδρος

English (Woodhouse)

of cedar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)