ἀκρατοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρᾱτοφόρος''': ὁ, καὶ ἀκρᾱτοφόρον, τό, [[δοχεῖον]] δι’ ἄκρατον [[οἶνον]], ἀλλαχοῦ [[ψυκτήρ]], Κικ. Fin. 3. 4, 15, | |lstext='''ἀκρᾱτοφόρος''': ὁ, καὶ ἀκρᾱτοφόρον, τό, [[δοχεῖον]] δι’ ἄκρατον [[οἶνον]], ἀλλαχοῦ [[ψυκτήρ]], Κικ. Fin. 3. 4, 15, Πολυδ. 6. 99., 10. 70, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ, and ἀκρᾱτο-φόρον, τό.
A vessel for pure wine, elsewh. ψυκτήρ, Cic.Fin.3.4.15, Poll.6.99, 10.70, J.BJ5.13.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτοφόρος: ὁ, καὶ ἀκρᾱτοφόρον, τό, δοχεῖον δι’ ἄκρατον οἶνον, ἀλλαχοῦ ψυκτήρ, Κικ. Fin. 3. 4, 15, Πολυδ. 6. 99., 10. 70, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 6.
Spanish (DGE)
-ον
1 el que lleva o da vino epít. de Dioniso en Figalia, Paus.8.39.6.
2 subst. τὸ ἀ. recipiente para vino Cic.Fin.3.15, Poll.6.99, 10.70, I.BI 5.563.
Greek Monolingual
ἀκρατοφόρος, ο και ἀκρατοφόρον, το (Α)
δοχείο, κανάτα για άκρατο οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + -φόρος < φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱτοφόρος: ὁ сосуд для чистого вина Cic.