Ὤλενος: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Olenos | |Transliteration C=Olenos | ||
|Beta Code=*)/wlenos | |Beta Code=*)/wlenos | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[Olenos]], a city of Achaia, <span class="bibl">Il.2.639</span>: prob. named from its lying [[in the bend]] (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, [[Achaean]], AP7.723.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:30, 13 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A Olenos, a city of Achaia, Il.2.639: prob. named from its lying in the bend (ὠλένη) of a hill, hence Adj. Ὠλένιος, α, ον, Achaean, AP7.723.
Greek (Liddell-Scott)
Ὤλενος: ἡ, πόλις τῆς Ἀχαΐας, Ἰλ.· ἴσως ὀνομασθεῖσα οὕτως ὡς κειμένη ἐπὶ τῆς ὠλένης ἢ κλιτύος ὄρους, ὡς τὸ Γερμανικὸν Ellenbogen (ἀγκών).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Olénos :
1 v. d’Étolie;
2 v. d’Achaïe.
English (Autenrieth)
a town in Aetolia, on Mt. Aracynthus, Il. 2.639†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ονομασία πόλης της Αχαΐας
2. ονομασία πόλης της Αιτωλίας κοντά στην Πλευρώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «αγκώνας», με αναβιβασμό του τόνου. Η παραπάνω ονομασία οφείλεται πιθ. στο γεγονός ότι οι πόλεις ήταν χτισμένες ή στην καμπύλη λόφου ή στην στροφή ποταμού].
Greek Monotonic
Ὤλενος: ἡ, Ώλενος, πόλη της Αχαΐας, σε Ομήρ. Ιλ.· πιθ. ονομάστηκε έτσι λόγω της θέσης της στην καμπή (ὠλένη) όρους.
Russian (Dvoretsky)
Ὤλενος: ἡ Олен
1) город в Этолии, у подошвы горы Аракинф Hom., Soph.;
2) город в Ахайе Her.
Middle Liddell
Ὤλενος, ἡ,
Olenos, a city of Achaia, Il.; prob. named from its lying in the bend (ὠλένἠ of a hill.