θαλαμηγός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalamigos
|Transliteration C=thalamigos
|Beta Code=qalamhgo/s
|Beta Code=qalamhgo/s
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[carrying]] <b class="b3">θάλαμοι</b>: as Subst., <b class="b3">θ., ὁ</b>, <b class="b2">Egyptian house-boat</b> or [[barge]], <span class="bibl">Str.17.1.15</span> (also <b class="b3">πλοῖον θ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1650.20</span> (i/ii A.D.); and <b class="b3">θαλαμηγός</b> (sc. <b class="b3">ναῦς</b>), ἡ, ib.<span class="bibl">1738.2</span> (iii A.D.)); [[state-barge]], <span class="bibl">Callix.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.85</span>; <b class="b3">θαλαμηγόν, τό</b>, App.<span class="title">Prooem.</span>10.</span>
|Definition=όν, (ἄγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[carrying]] [[θάλαμοι]]: as Subst., <b class="b3">θ., ὁ</b>, <b class="b2">Egyptian house-boat</b> or [[barge]], <span class="bibl">Str.17.1.15</span> (also <b class="b3">πλοῖον θ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1650.20</span> (i/ii A.D.); and [[θαλαμηγός]] (sc. [[ναῦς]]), ἡ, ib.<span class="bibl">1738.2</span> (iii A.D.)); [[state-barge]], <span class="bibl">Callix.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.85</span>; <b class="b3">θαλαμηγόν, τό</b>, App.<span class="title">Prooem.</span>10.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:45, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμηγός Medium diacritics: θαλαμηγός Low diacritics: θαλαμηγός Capitals: ΘΑΛΑΜΗΓΟΣ
Transliteration A: thalamēgós Transliteration B: thalamēgos Transliteration C: thalamigos Beta Code: qalamhgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A carrying θάλαμοι: as Subst., θ., ὁ, Egyptian house-boat or barge, Str.17.1.15 (also πλοῖον θ. POxy.1650.20 (i/ii A.D.); and θαλαμηγός (sc. ναῦς), ἡ, ib.1738.2 (iii A.D.)); state-barge, Callix.1, D.S.1.85; θαλαμηγόν, τό, App.Prooem.10.

German (Pape)

[Seite 1181] einen θάλαμος führend; bei Ath. V, 204 e κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, wie σκάφαι θαλαμηγοί Strab. XVII, 800, eine Art ägyptischer Schiffe mit Zimmern versehen u. prächtig ausgestattet, eine Art Gondel; vgl. D. Sic. 1, 85; Sueton. Caes. 52.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἔχων θάλαμον· ὡς οὐσιαστ., θαλ., ὁ, Αἰγυπτ. βασιλικὸν πλοῖον, Λατ. navis cubiculata, σκάφαι θαλαμηγοὶ Στράβων 800· κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην Ἀθήν. 204D, Διόδ. 1· 85· ὡσαύτως θαλαμηγόν, τό, θαλαμηγὰ χρυσόπρυμνα καὶ χρυσέμβολα Ἀππ. προοίμ. 10.

Greek Monolingual

-ό (Α θαλαμηγός, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η θαλαμηγός ή το ουδ. ως ουσ. το θαλαμηγό
α) ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο πλοίο, συνήθως ελαφρύ και σχετικά μικρό, το οποίο χρησιμοποιείται για αγώνες
β) πολυτελές και άνετο πλοίο με αναπαυτικούς θαλάμους («κατεσκεύασε... ποτάμιον πλοῑον, τήν θαλαμηγόν καλουμένην», Καλλίξ.)
αρχ.
(για πλοίο) αυτό που έχει θαλάμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ηγός (< άγω, με λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. κυν-ηγός, στρατ-ηγός)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλᾰμηγός: ἡ (sc. σκάφη) барка с внутренними помещениями, гондола с каютами (в Египте) Diod.