τοξοφόρος: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τοξο-[[φόρος]], ὁ, ἡ, [[φέρω]]<br />bow-[[bearing]], Il., Eur., etc.: — ὁ [[τοξοφόρος]] = [[τοξότης]], Hdt. | |mdlsjtxt=τοξο-[[φόρος]], ὁ, ἡ, [[φέρω]]<br />bow-[[bearing]], Il., Eur., etc.: — ὁ [[τοξοφόρος]] = [[τοξότης]], Hdt. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[armed with the bow]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A bow-bearing, epith. of Artemis, Il.21.483, Simon. 107.4 (= IG7.53), Ar.Th.970 (lyr.); of Apollo, h.Ap.13, 126, Pi.Pae.Fr.19.30; of Heracles, E.Tr.804 (lyr.); of the Cretans, Pi.P.5.41; of the Medes and Persians, Simon. 137.3, Orac. ap. Hdt.9.43, cf. Epigr. ap. Arist.Fr.674; of the Phrygians, E.Rh.32 (lyr.): Subst., οἱ τ., = τοξόται, Hdt. 1.103.
German (Pape)
[Seite 1129] Bogen tragend; Beiw. der Artemis, Il. 21, 483; Pind. Ol. 6, 59; Κρῆτες, P. 5, 39, wie Ar. Th. 970; des Apollo, H. h. Ap. 13. 126; der Bogenschütze, Her. 1, 103 u. im Orac. 9, 43; Eur. Troad. 802 Rhes. 32.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοφόρος: ὁ, ἡ, ὁ φέρων, ἡ φέρουσα τόξον, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Φ. 483, Ἀριστοφ. Θεσμ. 970· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 13. 126, Πίνδ.· τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Τρῳ. 801· τῶν Κρητῶν, Πινδ. Π. 5. 54· τῶν Μήδων, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 73, πρβλ. Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 624· ἐπὶ τῶν Φρυγῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 32· ― ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Ἡρόδ. 1. 103, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 9. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un arc ; οἱ τοξοφόροι HDT les archers.
Étymologie: τόξον, φέρω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τοξοφόρος
1 bow carrying Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of Apollo, τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι γόνον Πα. 7B. 52.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ν
αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο
αρχ.
1. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και του Ηρακλέους
2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι
α) οι τοξότες
β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -φόρος].
Greek Monotonic
τοξοφόρος: ὁ, ἡ (φέρω), αυτός που φέρει τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ὁ τοξοφόρος = τοξότης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τοξοφόρος: II ὁ лучник, стрелец Her.
несущий лук, вооруженный луком (Ἄρτεμις Hom.; Ἀπόλλων Pind.; Φρύγες Eur.).
Middle Liddell
τοξο-φόρος, ὁ, ἡ, φέρω
bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Hdt.