σκορπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπιώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[σκορπιοειδής]]· - μεταφορ., [[ὅμοιος]] σκορπίῳ, Φίλων 2. 576· κακός, [[δυσμενής]], [[ἄγριος]], [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 125, Εὐστ. 851. 52. ΙΙ. τὸ σκορπιῶδες, ἔντομόν τι εὑρισκόμενον ἐν βιβλίοις, τὸ Chelifer cancroïdes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. 5. 32, 3.
|lstext='''σκορπιώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[σκορπιοειδής]]· - μεταφορ., [[ὅμοιος]] σκορπίῳ, Φίλων 2. 576· κακός, [[δυσμενής]], [[ἄγριος]], Πολυδ. Ϛ΄, 125, Εὐστ. 851. 52. ΙΙ. τὸ σκορπιῶδες, ἔντομόν τι εὑρισκόμενον ἐν βιβλίοις, τὸ Chelifer cancroïdes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. 5. 32, 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[σκορπίος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με σκορπιό, [[σκορπιοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]], [[άγριος]], [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκορπιῶδες</i><br />[[είδος]] εντόμου.
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[σκορπίος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με σκορπιό, [[σκορπιοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κακός]], [[άγριος]], [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκορπιῶδες</i><br />[[είδος]] εντόμου.
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιώδης Medium diacritics: σκορπιώδης Low diacritics: σκορπιώδης Capitals: ΣΚΟΡΠΙΩΔΗΣ
Transliteration A: skorpiṓdēs Transliteration B: skorpiōdēs Transliteration C: skorpiodis Beta Code: skorpiw/dhs

English (LSJ)

ες, metaph.,

   A scorpion-like, Ph.2.576; malignant, Poll.6.125, Procop.Arc.1, Eust.851.52.    II τὸ σκορπιῶδες, Chelifer cancroïdes, an insect found in books, Arist.HA532a19, cf. 557b10.

German (Pape)

[Seite 905] ες, zsgzgn statt σκορπιοειδής, Arist. H. A. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπιώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκορπιοειδής· - μεταφορ., ὅμοιος σκορπίῳ, Φίλων 2. 576· κακός, δυσμενής, ἄγριος, Πολυδ. Ϛ΄, 125, Εὐστ. 851. 52. ΙΙ. τὸ σκορπιῶδες, ἔντομόν τι εὑρισκόμενον ἐν βιβλίοις, τὸ Chelifer cancroïdes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. 5. 32, 3.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΜΑ σκορπίος
1. όμοιος με σκορπιό, σκορπιοειδής
2. μτφ. (για πρόσ.) κακός, άγριος, σκληρός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιῶδες
είδος εντόμου.