ἁρπάγη: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρπάγη''': ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, κοιν. «γάντζος», «τσιγκέλι» (Τουρκ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 210· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἁρπάγη]]· [[ἐξαυστήρ]]· ἔστι τὸ [[σκεῦος]] ἔχον ὀγκίνους, ᾧ τοὺς κάδους ἀνασπῶσιν ἀπὸ τῶν φρεάτων, ὁ καὶ [[λύκος]]» Ἡσύχ.· σαίρειν σιδηρᾷ τῇδέ μ’ ἁρπάγῃ δόμους Εὐρ. Κύκλ. 33: «κρεάγραν, ἣν καὶ ἁρπάγην ἐκάλουν, καὶ λύκον καὶ ἐξαυστῆρα» | |lstext='''ἁρπάγη''': ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, κοιν. «γάντζος», «τσιγκέλι» (Τουρκ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 210· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἁρπάγη]]· [[ἐξαυστήρ]]· ἔστι τὸ [[σκεῦος]] ἔχον ὀγκίνους, ᾧ τοὺς κάδους ἀνασπῶσιν ἀπὸ τῶν φρεάτων, ὁ καὶ [[λύκος]]» Ἡσύχ.· σαίρειν σιδηρᾷ τῇδέ μ’ ἁρπάγῃ δόμους Εὐρ. Κύκλ. 33: «κρεάγραν, ἣν καὶ ἁρπάγην ἐκάλουν, καὶ λύκον καὶ ἐξαυστῆρα» Πολυδ. Ϛ΄, 88· τοὺς δὲ τῶν κριῶν ἁρπάγαις ἀνέσπων Δίων Κ. 66. 4· ἁρπάγας ἕτεραι ἔχουσαι ἀνέσπων πλοῖα καὶ μηχανήματα ὁ αὐτ. 74. 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A hook for drawing up buckets, etc., Men.829, Poll.6.88; grappling-iron, D.C.66.4, 74.11. 2 rake, E.Cyc.33.
German (Pape)
[Seite 358] ἡ, Harke, Eur. Cycl. 33. Haken, bes. zum Emporziehen der Brunneneimer. Bei Poll. auch = κρεάγρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάγη: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, κοιν. «γάντζος», «τσιγκέλι» (Τουρκ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 210· καθ’ Ἡσύχ. «ἁρπάγη· ἐξαυστήρ· ἔστι τὸ σκεῦος ἔχον ὀγκίνους, ᾧ τοὺς κάδους ἀνασπῶσιν ἀπὸ τῶν φρεάτων, ὁ καὶ λύκος» Ἡσύχ.· σαίρειν σιδηρᾷ τῇδέ μ’ ἁρπάγῃ δόμους Εὐρ. Κύκλ. 33: «κρεάγραν, ἣν καὶ ἁρπάγην ἐκάλουν, καὶ λύκον καὶ ἐξαυστῆρα» Πολυδ. Ϛ΄, 88· τοὺς δὲ τῶν κριῶν ἁρπάγαις ἀνέσπων Δίων Κ. 66. 4· ἁρπάγας ἕτεραι ἔχουσαι ἀνέσπων πλοῖα καὶ μηχανήματα ὁ αὐτ. 74. 11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 croc pour tirer un seau du puits;
2 râteau.
Étymologie: ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 gancho para subir cubos, etc., Men.Fr.657
•de carnicero, Poll.6.88, 10.98
•mar. rezón D.C.74.11.2
•garfio como máquina de guerra, D.C.66.4.4.
2 rastrillo E.Cyc.33.
Greek Monotonic
ἁρπάγη: [ᾰ], ἡ (ἁρπάζω), γάντζος, τσουγκράνα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάγη: ἡ
1) грабли Eur.;
2) крюк Men.