ταυροσφάγος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ταυρο-σφάγος, ον, [[σφάττω]]<br />[[bull]]-slaughtering, [[sacrificial]], Soph. | |mdlsjtxt=ταυρο-σφάγος, ον, [[σφάττω]]<br />[[bull]]-slaughtering, [[sacrificial]], Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[killing bulls]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 4 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A bull-slaughtering, esp. in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.
German (Pape)
[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο-σφάγος].
Greek Monotonic
ταυροσφάγος: [ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ταυροσφάγος: (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.
Middle Liddell
ταυρο-σφάγος, ον, σφάττω
bull-slaughtering, sacrificial, Soph.