λείψανον: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λείψᾰνον, ου, τό, [[λείπω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[piece]] [[left]], [[wreck]], [[remnant]], [[relic]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> in pl., [[remains]], remnants, Lat. [[reliquiae]], of the [[dead]], Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] λ. are [[their]] deeds, [[good]] [[name]], Eur.; λείψανα, remnants of [[youth]], Ar. | |mdlsjtxt=λείψᾰνον, ου, τό, [[λείπω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[piece]] [[left]], [[wreck]], [[remnant]], [[relic]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> in pl., [[remains]], remnants, Lat. [[reliquiae]], of the [[dead]], Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν [[ἀνδρῶν]] λ. are [[their]] deeds, [[good]] [[name]], Eur.; λείψανα, remnants of [[youth]], Ar. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[remains]], [[all that is left of]], [[ruins of]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 4 July 2020
English (LSJ)
τό, (λείπω)
A piece left, remnant, Ἀργοῦς E.Med.1387: metaph., of a man, λ. φίλων, Φρυγῶν, Id.El.554, Tr.716; τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Pl.Criti.110e, cf. 111a; δάκρυα… στοργᾶς λείψανον AP7.476 (Mel.); μειδιάματος λ. traces of a smile, Chor.in Rev.Phil.1.230. 2 freq. in pl., remains of the dead, λείψαν' ἐκβάλλειν κυσίν E.Fr.469; λείψανα θανόντος S.El.1113; τὰ λ. τοῦ σώματος Pl.Phd. 86c; βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει CIG (add.) 4079b (Ancyra), al.; but λ. τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν their deeds, good name, etc., E.Andr.774 (lyr.); remnants of youth, Ar.V.1066 (lyr.); λ. τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων sequels to... Longin.9.12.
German (Pape)
[Seite 27] τό, Ueberbleibsel, Ueberrest, Eur. Med. 1387 u. öfter; Ar. Vesp. 1066; auch von Todten, αὐτοῦ θανόντος, Soph. El. 1113; sp. D., wie in Prosa, τοῦ σώματος Plat. Phaed. 86 c; τὰ τοῦ πατρός Hdn. 3, 15, 15.
Greek (Liddell-Scott)
λείψᾰνον: τό, (λείπω) τεμάχιον ἀπολειφθέν, θραῦσμα, ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, λείψανον φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς λείψανον Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) συχνάκις ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «λείψανον» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - ἀλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., εἶναι τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν ὄνομα, κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
reste ; τὰ λείψανα restes d’un mort.
Étymologie: λείπω.
Greek Monotonic
λείψᾰνον: τό (λείπω)·
1. κομμάτι που έχει απομείνει, ερείπιο, υπόλοιπο, απομεινάρι, σε Ευρ.
2. στον πληθ., λείψανα, απομεινάρια, Λατ. reliquiae, λέγεται για τους πεθαμένους, σε Σοφ., Πλάτ.· αλλά, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λείψανον, αποτελούν τα καλά τους έργα, το καλό όνομά τους, σε Ευρ.· λείψανα, απομεινάρια της νιότης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λείψᾰνον: τό
1) тж. pl. остаток, остатки (φίλων Eur.; τῆς γῆς Plat.); обломки (Ἀργοῦς Eur.);
2) pl. останки (τοῦ σώματος Plat.; θανόντος Soph.);
3) pl. прочный след, неувядаемая слава (ἀγαθῶν ἀνδρῶν Eur.).
Middle Liddell
λείψᾰνον, ου, τό, λείπω
1. a piece left, wreck, remnant, relic, Eur.
2. in pl., remains, remnants, Lat. reliquiae, of the dead, Soph., Plat.;—but, ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ. are their deeds, good name, Eur.; λείψανα, remnants of youth, Ar.