ἐπίξανθος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίξανθος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, | |lstext='''ἐπίξανθος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, Πολυδ. Ε΄, 76· ἐπὶ φυτῶν τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A inclining to yellow, tawny, of hares, X.Cyn. 5.22; of deer, Poll.5.76; of the open lime-flower, Thphr.HP3.10.4, cf.4.2.7.
German (Pape)
[Seite 966] gelblich, bräunlich, z. B. die Farbe der Hafen, Xen. Cyn. 5, 22; der Hirsche, Poll. 5, 76; von Pflanzen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξανθος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, Πολυδ. Ε΄, 76· ἐπὶ φυτῶν τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaunâtre, fauve.
Étymologie: ἐπί, ξανθός.
Greek Monotonic
ἐπίξανθος: -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός, λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίξανθος: рыжеватый, русый (λαγώς Xen.).