ἀποδεκτέον: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodekteon | |Transliteration C=apodekteon | ||
|Beta Code=a)podekte/on | |Beta Code=a)podekte/on | ||
|Definition=(ἀποδέχομαι) <span class="sense" | |Definition=(ἀποδέχομαι) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[one must receive from others]], τὰ εἰσφερόμενα <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.36</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[one must accept]], [[allow]], [[admit]], c. acc. rei, λόγον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>668a</span>: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>160c</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>379c</span>; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>272b</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Adj. <b class="b3">-τέος, α, ον,</b> Vett. Val.<span class="bibl">329.16</span>, Zos.Alch.<span class="bibl">p.229B.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:44, 12 December 2020
English (LSJ)
(ἀποδέχομαι) A one must receive from others, τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36. 2 one must accept, allow, admit, c. acc. rei, λόγον Pl.Lg.668a: c. gen. et part., ἀ. τινὸς λέγοντος Id.Tht.160c, R.379c; μὴ ἄλλως ἀ. λεγομένης τέχνης; Id.Phdr.272b. 3 Adj. -τέος, α, ον, Vett. Val.329.16, Zos.Alch.p.229B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεκτέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ ἀποδέχομαι, δεῖ ἀποδέχεσθαι, πρέπει τις νὰ παραλαμβάνῃ, τὰ εἰσφερόμενα Ξεν. Οἰκ. 7. 36. 2) πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ, μετ’ αἰτ. πράγμ., λόγον Πλάτ. Νόμ. 668Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. προσώπ. καὶ μετοχ., ἀπ. τινὸς λέγοντος ὁ αὐτ. Θεαίτ. 160C, Πολ, 379C· ἐντεῦθεν (σπανίως) μετὰ γεν. πράγμ. καὶ παθ. μετοχ., ἀπ. λεγομένης τέχνης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 272Β· ἴδε ἀποδέχομαι Ι. 4.
Spanish (DGE)
1 hay que recibir τὰ εἰσφερόμενα X.Oec.7.36.
2 hay que aceptar λόγον Pl.Lg.668a, τὸ βέλτιον Plot.3.3.7
•c. gen. de pers. ἄλλου λέγοντος Pl.Tht.160c, cf. Pl.R.379c
•c. gen. de cosa μὴ ἄλλως πως ἀποδεκτέον λεγομένης λόγων τέχνης; Pl.Phdr.272b.
Greek Monotonic
ἀποδεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδέχομαι·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να παραλαμβάνει από άλλους, τι, σε Ξεν.
2. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδεχθεί, να εγκρίνει, να παραδεχθεί, τι, σε Πλάτ.· με γεν. προσ. και μτχ., ἀποδεκτέον τινὸς λέγοντος, στον ίδ.