πριονωτός: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prionotos | |Transliteration C=prionotos | ||
|Beta Code=prionwto/s | |Beta Code=prionwto/s | ||
|Definition=ή, όν, (as if from | |Definition=ή, όν, (as if from [[πριονόω]]) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made like a saw]], [[jagged]], [[serrated]], στόμια <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>58</span>; [<b class="b3">τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>516a15</span>; π. δράκοντες [[with serrated crests]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.7</span>; π. τῇ λοφίᾳ <span class="bibl">Philostr.Jun.<span class="title">Im.</span> 4</span>; <b class="b3">ἡ π. τειχοποιία</b>, of a warlike engine, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>83.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:20, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (as if from πριονόω)
A made like a saw, jagged, serrated, στόμια Ar.Fr.58; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15; π. δράκοντες with serrated crests, Philostr.VA3.7; π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.
German (Pape)
[Seite 702] wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näthen zusammengefügte Theil des Schädels, Arist. H. A. 3, 7 u. Sp. Bei Philostr. heißen πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen, vit. Apoll. 3, 2, weswegen man das Wort auch πριόνωτος geschrieben u. aus πρίων u. νῶτος hat ableiten wollen, vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 263, was nicht richtig scheint. – Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονωτός: ή, όν (οἱονεὶ ἐκ ῥήμ. πριονόω) πεποιημένος ὡς πριόνιον, ὀδοντωτός, στόμια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 139· τοῦ κρανίου τὸ πρ. μέρος ῥαφὴ καλεῖται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· πρ. ὄφεις, ἔχοντες ὀδοντωτά, πριονοειδῆ τὰ νῶτα, Φιλόστρ. 99· πριονωτῇ τῇ λοφιᾷ αὐτόθι 867· ἡ πριονωτὴ τειχοποιία, ἐπὶ πολεμικῆς μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 86.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πριονωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός
νεοελλ.
φρ. «πριονωτή τάση»
(ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις ενός πυκνωτή μέσω μιας ηλεκτρικής αντίστασης, τάση της οποίας η γραφική παράσταση έχει τη μορφή λάμας πριονιού και η οποία χρησιμοποιείται για τη σάρωση της εικόνας στην τηλεόραση, στους καθοδικούς παλμογράφους και άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις
αρχ.
φρ. α) «πριονωτὴ τειχοποιΐα» — είδος πολεμικής μηχανής
β) «πριονωτοὶ δράκοντες» — φίδια με οδοντωτή, πριονοειδή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].
Russian (Dvoretsky)
πρῑονωτός: с зазубренными краями (τὸ τοῦ κρανίου μέρος Arst.).