ἔξαιμος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, | |lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (αἷμα)
A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.
Spanish (DGE)
-ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
•como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.Epid.5.6.
Greek Monolingual
ἔξαιμος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε μεγάλη ποσότητα αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως ἔξαιμος ἐγένετο», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + -αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, εύαιμος κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἔξαιμος: лишенный крови, обескровленный (θηρίον Diod.).