ὀλίσθημα: Difference between revisions
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ὀλίσθημα]]) [[ολισθάνω]]<br /><b>1.</b> [[γλίστρημα]] και [[πτώση]] («[[ὀλίσθημα]] ἐντέρου εἰς τὸ [[ὄσχεον]]», <b> | |mltxt=το (Α [[ὀλίσθημα]]) [[ολισθάνω]]<br /><b>1.</b> [[γλίστρημα]] και [[πτώση]] («[[ὀλίσθημα]] ἐντέρου εἰς τὸ [[ὄσχεον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφάλμα]] ή [[παράπτωμα]] («η [[αποστασία]] του ήταν φοβερό [[ολίσθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάρθρωση]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A slip, fall, ὑγρὰ -ήματα ὑδάτων Pl.Ti.43c ; ὀ. γῆς place where a landslip has occurred, J.AJ15.10.3 ; so ὀ. without γῆς, Inscr.Prien.42.10,42 (ii B. C.) ; in moral sense, cause of slipping, Plu.2.49c. 2 luxation, Hp.Fract.14, Heliod. ap. Orib.49.9.16, Gal.19.460, etc.
German (Pape)
[Seite 323] τό, der Fehltritt, Fall; ὑδάτων, Plat. Tim. 43 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίσθημα: τό, «γλίστρημα», πτῶσις, Πλάτ. Τίμ. 43C· ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, Πλούτ. 2. 49C. 2) ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827 κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
glissement, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
το (Α ὀλίσθημα) ολισθάνω
1. γλίστρημα και πτώση («ὀλίσθημα ἐντέρου εἰς τὸ ὄσχεον», Πολυδ.)
2. σφάλμα ή παράπτωμα («η αποστασία του ήταν φοβερό ολίσθημα»)
αρχ.
εξάρθρωση.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίσθημα: ατος τό
1) скользкое место, круча (κρημνῶν ὀλισθήματα Plut.): ὀλισθήματα ὑδάτων Plat. водная гладь;
2) перен. преткновение, источник гибели (πραγμάτων μεγάλων ὀ. καὶ νόσημα Plut.): τὰ καθ᾽ ἕκαστον ὀλισθήματα καὶ πάθη Plut. прегрешения и проступки отдельных лиц.