χιτωνίσκος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chitoniskos | |Transliteration C=chitoniskos | ||
|Beta Code=xitwni/skos | |Beta Code=xitwni/skos | ||
|Definition= | |Definition=[[ὁ]] ( κιθωνίσκος ib.1523.18), Dim. of [[χιτών]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[short frock]] (ὑπὲρ γονάτων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.4.13</span>), worn by men, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>946</span>, <span class="bibl">Lys.10.10</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.39W., etc.; with a girdle, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span>368c</span>; ὥστε με . . θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι <span class="bibl">D.21.216</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span> 368c</span>: less freq. of women, [[shift]], <span class="bibl">D.19.197</span>, <span class="title">IG</span>22.1514.12, al.; σχιστὸς χ. <span class="bibl">Apollod.Com.12</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[coat]] of an abscess, Archig. ap. <span class="bibl">Aët.8.76</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ὁ ( κιθωνίσκος ib.1523.18), Dim. of χιτών,
A short frock (ὑπὲρ γονάτων X.An.5.4.13), worn by men, Ar.Av.946, Lys.10.10, Phld.Ir.p.39W., etc.; with a girdle, Pl.Hp.Mi.368c; ὥστε με . . θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι D.21.216, cf. Pl.Hp.Mi. 368c: less freq. of women, shift, D.19.197, IG22.1514.12, al.; σχιστὸς χ. Apollod.Com.12. II coat of an abscess, Archig. ap. Aët.8.76.
German (Pape)
[Seite 1357] ὁ, dim. von χιτών; Ar. Av. 946. 955; γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων Plat. Legg. XII, 954 a; Lys. 10, 16; Folgde; Pol. 3, 114, 4; Plut. Num. 13.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτωνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ χιτών, βραχὺς χιτών, (ὑπὲρ γονάτων Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13), ἦτο δὲ ἀνδρικὸν ἔνδυμα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 946, 955, Λυσίας 117. 6, κλπ.· μετὰ ζώνης, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὥστε με .. θοἰμάτιον προέσθαι, καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι Δημ. 583. 21, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 386C· - σπανιώτερον ἐπὶ γυναικῶν, Δημ. 403. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13, 23, κ. ἀλλ.· σχιστὸν χ. Ἀπολλόδωρ. ἐν «Συνεφήβοις» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite tunique courte pour les hommes.
Étymologie: χιτών.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α
υποκορ. τ. του χιτώνας
αρχ.
1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος
2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
χῐτωνίσκος: ὁ, υποκορ. του χιτών, κοντό ένδυμα που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, πουκάμισο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χῐτωνίσκος: ὁ хитониск, короткий хитон Lys., Arph., Xen., Plat., Plut.
Middle Liddell
χῐτωνίσκος, ὁ, [Dim. of χιτών
a short frock, worn by men, Ar., Xen., etc.; of women, a shift, Dem.