θεομισής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεομῑσής''': -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον [[θεοφιλής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, [[Πολυδ]]. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, [[μισόθεος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.
|lstext='''θεομῑσής''': -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον [[θεοφιλής]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, Πολυδ. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, [[μισόθεος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομῑσής Medium diacritics: θεομισής Low diacritics: θεομισής Capitals: ΘΕΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: theomisḗs Transliteration B: theomisēs Transliteration C: theomisis Beta Code: qeomish/s

English (LSJ)

ές,

   A hated by the gods, opp. θεοφιλής, Pl.Euthphr.7a, R.612e, Them.Or.16.21ca: Sup. -έστατος Pl.Lg.917a, Ph.1.653. Adv. -σῶς Poll.1.22.    II Act., hating God, Ar.Av.1548 (ubi v. Sch.), Ph.2.597, Suid. (θεομίσης v.l. in Ar.l.c.).

German (Pape)

[Seite 1196] ές, gottverhaßt, Plat. Rep. X, 612 c, Ggstz θεοφιλής, u. öfter; Ar. Av. 1548 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεομῑσής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἀντίθετον θεοφιλής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1548, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Α, Πολ. 612Ε· θεομισέστατος ὁ αὐτ. Νόμ 916Ε. - Ἐπίρρ. -σῶς, Πολυδ. Α΄, 22. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322. ΙΙ. θεομίσης, ες, ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν, μισόθεος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
haï des dieux.
Étymologie: θεός, μισέω.

Greek Monolingual

θεομισής, -ές (Α)
1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.)
2. αυτός που μισεί τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής, φανερο-μισής].

Greek Monotonic

θεομῑσής: -ές (μῖσος), αυτός τον οποίο αποστρέφονται, απεχθάνονται οι θεοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θεομῑσής:
1) ненавистный богам Plat.;
2) ненавидящий богов Arph.

Middle Liddell

θεο-μῑσής, ές μῖσος
abominated by the gods, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

abominable, polluted in the eyes of the gods, hated by the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)