ὠμαλθής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omalthis | |Transliteration C=omalthis | ||
|Beta Code=w)malqh/s | |Beta Code=w)malqh/s | ||
|Definition=ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) <b class="b3"> ἕλκος ὠ</b>. a wound <span class="sense" | |Definition=ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) <b class="b3"> ἕλκος ὠ</b>. a wound <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[scarred over too soon]], [[without healing properly]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:25, 13 December 2020
English (LSJ)
ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠ. a wound A scarred over too soon, without healing properly, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ-αλθής).