ἑτεροκλινής: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroklinis
|Transliteration C=eteroklinis
|Beta Code=e(teroklinh/s
|Beta Code=e(teroklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[leaning to one side]], [[uneven]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>24</span>; of a building, <span class="bibl">D.C.57.21</span>; <b class="b3">τὰ ἑ. τῶν χωρίων</b> [[sloping]] ground, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>2.7</span>. Adv. -<b class="b3">νῶς</b> [[one-sidedly]], <span class="bibl">Sor.2.62</span>; <b class="b3">ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν</b> to have [[a propensity]] to it, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.12.7</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[leaning to one side]], [[uneven]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>24</span>; of a building, <span class="bibl">D.C.57.21</span>; <b class="b3">τὰ ἑ. τῶν χωρίων</b> [[sloping]] ground, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyn.</span>2.7</span>. Adv. -[[νῶς]] [[one-sidedly]], <span class="bibl">Sor.2.62</span>; <b class="b3">ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν</b> to have [[a propensity]] to it, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.12.7</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:45, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκλῐνής Medium diacritics: ἑτεροκλινής Low diacritics: ετεροκλινής Capitals: ΕΤΕΡΟΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: heteroklinḗs Transliteration B: heteroklinēs Transliteration C: eteroklinis Beta Code: e(teroklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. -νῶς one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκλινής: -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· χωρίον ἑτ., κατωφερὲς μέρος, Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche d’un côté.
Étymologie: ἕτερος, κλίνη.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. α-κλινής].

Greek Monotonic

ἑτεροκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροκλῐνής: наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν χωρίων Xen. покатые места, отлогие спуски.

Middle Liddell

ἑτερο-κλῐνής, ές κλίνω
leaning to one side, sloping, Xen.